Ελιά

Η ελιά (Olea europaea) είναι ένα δέντρο άρρηκτα συνδεδεμένο με τις χώρες της Μεσογείου, την ιστορία και την καθημερινότητά του. Καλλιεργείται για το τον καρπό του, ο οποίος φτιάχνει εξαιρετικής ποιότητας λάδι. Η μεσογειακή διατροφή έχει συνδεθεί με το ελαιόλαδο και είναι προϊόν μεγάλου εμπορικού ενδιαφέροντος σε όλο τον κόσμο. Οι άριστες συνθήκες για να αναπτυχθεί είναι ο μεσογειακός ήλιος και μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πρόβλημα και σε άγονα εδάφη. Για τους παραπάνω λόγους η ελιά είναι δέντρο μεγάλης εμπορικής αξίας.

Γνωρίζοντας την καλλιέργεια της ελιάς

Βοτανικά χαρακτηριστικά

Βοτανική ταξινόμηση: ανήκει στο είδος Olea europaea και στην οικογένεια Oleaceae

Φύλλωμα: τα φύλλα είναι μακρόστενα, παχιά, λογχοειδή, με λεπτό και  μικρό μίσχο. Η πάνω επιφάνειά τους είναι βαθυπράσινη ή ανοιχτοπράσινη, η κάτω ασημί ή ασπρίζει. Μένουν στο δέντρο 2-3 χρόνια και μετά πέφτουν.

Άνθη: είναι άφθονα, μικρά, κιτρινόλευκα και έχουν 4 πέταλα. Βγαίνουν σε ομάδες στις μασχάλες των φύλλων, σε βλαστάρια του περασμένου χρόνου.

Καρπός: αποτελείται από την επιδερμίδα, τη σάρκα και το κουκούτσι το οποίο περιλαμβάνει το ξυλώδες περίβλημα και το σπέρμα.

Ριζικό σύστημα: είναι επιφανειακό. Οι ρίζες μπορούν να φτάσουν σε μεγάλο βάθος όταν το έδαφος είναι αμμώδες ή πετρώδες. Ο κύριος όγκος των ριζών βρίσκεται στα 60-70 εκατοστά.

Κορμός: στην αρχή είναι λείος και ο φλοιός του δέντρου έχει χρώμα σταχτοπράσινο. Με τα χρόνια γίνεται ανώμαλος και  αποκτά μεγάλο πάχος.

Παρενιαυτοφορία

Η ελιά χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας (μια χρονιά υψηλής παραγωγής ακολουθείται από χρονιά μειωμένης παραγωγής). Το φαινόμενο αυτό πιθανόν οφείλεται στον ανταγωνισμό μεταξύ βλάστησης και καρπών κατά τη χρονιά της υψηλής καρποφορίας. Η παρενιαυτοφορία είναι έντονη σε ξηρικούς (μη ποτιστικούς ελαιώνες). Διακρίνεται σε ολική, όπου έχουμε πλήρη παραγωγή το ένα έτος και σχεδόν ακαρπία το επόμενο έτος, και σε μερική όπου την μια χρονιά η παραγωγή ανέρχεται στο 60-70% και την επόμενη στο 30-40%. Κάθε ποικιλία εκδηλώνει με διαφορετική ένταση το φαινόμενο. Π.χ.. η Κορωνέικη παρουσιάζει μικρό βαθμό εκδήλωσης ενώ η ποικιλία Χαλκιδικής μεγάλο. Ό ήπιος χειμώνας ή ανεπαρκής εδαφική υγρασία, αλλά και η ξηρασία την άνοιξη και το καλοκαίρι εντείνουν το φαινόμενο. Χρονιά υψηλής καρποφορίας εξαντλεί το δέντρο και μειώνει την ανθοφορία της επόμενης άνοιξης. Το αυστηρό κλάδεμα αυξάνει την περιεκτικότητα αζώτου (% ) στο δέντρο. Βοηθά στην ανάπτυξη παραγωγικής βλάστησης. Η υπερβολική βλάστηση π.χ. ύπαρξη λαιμάργων, οδηγεί στην μείωση των ανθικών καταβολών.

 Η έντασή του μπορεί να μετριαστεί με:

  •   Κλάδεμα τη χρονιά που αναμένεται η υψηλή καρποφορία
  •   Λίπανση (κυρίως με άζωτο, ώστε να ενδυναμωθεί η νέα βλάστηση) 
  •   Άρδευση

Κλίμα και έδαφος

Τα εύκρατα κλίματα είναι τα μοναδικά που ευνοούν την καλλιέργεια της ελιάς.  Ευδοκιμεί σε περιοχές με υψόμετρο μέχρι 900 μέτρα, θερμοκρασία από -3°C μέχρι 36°C με βροχοπτώσεις 300-600 χιλιοστά ανά έτος. Είναι πολύ ευαίσθητη στους παγετούς. Η θερμοκρασία και η υγρασία της ατμόσφαιρας, η σύσταση και υγρασία του εδάφους παίζουν καθοριστικό ρόλο  στη βλάστηση, την άνθηση, το δέσιμο, τη σύσταση και την ωρίμανση του καρπού. Είναι ανθεκτική μέχρι και τους 36°C (ανώτατη θερμοκρασία)

Ο καρπός της ελιάς

Έχει ανάγκη από  εδάφη ουδέτερα, ως ελαφρά αλκαλικά αλλά και ασβεστολιθικά ενώ δεν προτιμά τα αργιλώδη εδάφη.

 

Καλλιεργητικές πρακτικές στην ελιά

Θέση εγκατάστασης ελαιώνα

Η φύτευση της ελιάς δεν είναι ευνοϊκή σε περιοχές με θερμοκρασία κάτω των –5°C.   Τα δέντρα μπορεί να υποστούν σοβαρές ζημιές λόγω χειμωνιάτικων αλλά και ανοιξιάτικων παγετών.. Ένα ασφαλές κριτήριο για την καταλληλότητα της περιοχής είναι η ύπαρξη ελαιόδεντρων, τα οποία για μία εικοσαετία τουλάχιστον δεν έχουν ζημιωθεί από παγετούς. Οι ποικιλίες που είναι ανθεκτικές σε χαμηλές θερμοκρασίες, προτείνεται να επιλέγεται για τους ελαιώνες που βρίσκονται σε περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο.

Η ελιά παθαίνει επίσης ζημιά όταν επικρατεί ξηρός αέρας, κατά την περίοδο της ανθοφορίας και της καρπόδεσης. Οι κλειστές, μη αεριζόμενες, με υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία περιοχές ευνοούν  την προσβολή των ελαιόδεντρων από ασθένειες  όπως π.χ. το κυκλοκόνιο,γλοιοσπόριο κ.α. Ένα ακόμη στοιχείο για την επιλογή της περιοχής, θα πρέπει να είναι η εύκολη εύρεση εργατικών χεριών για τη συγκομιδή, καθώς επίσης και η ύπαρξη ελαιοτριβείων ή εργοστασίων επεξεργασίας της επιτραπέζιας ελιάς.

Η επιλογή της τοποθεσίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων.

Έτσι, σε περιοχές με λίγες βροχοπτώσεις (200-300 χιλιοστά) η απόδοση της ελιάς είναι ικανοποιητική μόνο σε εδάφη με καλή ικανότητα συγκράτησης του νερού, εκτός αν υπάρχει δυνατότητα άρδευσης. Σε περιοχές με αρκετές βροχοπτώσεις (400-600 χιλιοστά), η απόδοση είναι ικανοποιητική σε όλα σχεδόν τα εδάφη, με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται καλή στράγγιση του εδάφους γιατί η ελιά είναι ευαίσθητη στην υπερβολική εδαφική υγρασία. Σε χωράφια με κλίση, καλό θα είναι Αυτό προϋποθέτει ειδικά μηχανήματα τα οποία κινούνται κάθετα προς την κλίση του εδάφους χωρίς κίνδυνο ανατροπής.

Εγκατάσταση ελαιώνα - Προετοιμασία εδάφους

Η προετοιμασία περιλαμβάνει: 

  • Απομάκρυνση βράχων ή ανεπιθύμητων φυτικών υπολειμμάτων. Κατεργασία του εδάφους με καλλιεργητή σε βάθος που δεν ξεπερνά τα 25 εκ., χωρίς την χρήση βαρέων μηχανημάτων. Ισοπέδωση εδάφους καθώς πολλοί ελαιώνες βρίσκονται σε περιοχές με κλίση
  • Εγκατάσταση αρδευτικού συστήματος (για καλλιέργεια επιτραπέζιων ποικιλιών, η άρδευση θεωρείται απαραίτητη ενώ σε πολλές περιοχές οι ελαιοποιήσιμες ποικιλίες καλλιεργούνται ως ξερικές). 
  • Σήμανση της θέσης των δέντρων στον αγρό. Ο λάκκος φύτευσης έχει γενικά πλάτος που κυμαίνεται περίπου στα 40–60 εκατοστά ενώ το βάθος του εξαρτάται από την διαθεσιμότητα νερού άρδευσης.  Σε αρδευόμενους ελαιώνες το βάθος κυμαίνεται περί τα 40–60 εκ. ενώ σε ξερικούς ελαιώνες  είναι μεγαλύτερο και κυμαίνεται περί τα 60–80 εκ.
  • Τα δενδρύλλια φυτεύονται είτε την άνοιξη είτε το φθινόπωρο, ανάλογα με τον κίνδυνο εμφάνισης παγετού (σε περιοχές που δε συμβαίνουν παγετοί είναι προτιμότερο να φυτεύονται τα δενδρύλλια το φθινόπωρο).

Εγκατάσταση ελαιώνα

Λίπανση

Πριν αποφασιστεί το πρόγραμμα λίπανσης που θα ακολουθήσει ο παραγωγός θα πρέπει να γίνει  εδαφολογική ανάλυση. Τα αποτελέσματα για το κάθε έδαφος είναι τελείως διαφορετικά και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να υπάρξει μία σωστή συνταγή που θα ακολουθήσουν όλοι οι παραγωγοί. Όσες τιμές αναφέρονται παρακάτω είναι ενδεικτικές για να γνωρίζει περίπου ο παραγωγός τι αναμένει.

1) Συμβατική λίπανση

Για τον υπολογισμό λοιπόν των αναγκών σε λιπάσματα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

  1. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων του εδάφους, παρ’ ότι έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα εξαιτίας της περιορισμένης αντιπροσωπευτικότητας  της δειγματοληψίας. 
  2. Τα αποτελέσματα της φυλλοδιαγνωστικής (ανάλυση των φύλλων).
  3.  Την πείρα του καλλιεργητή ο οποίος είναι περισσότερο σε θέση να εκτιμήσει της ανάγκες του ελαιώνα βασιζόμενος στο μέγεθος της τελευταίας παραγωγής σε καρπό και στον όγκο των κλάδων που κόπηκαν κατά το κλάδεμα.   Αν τα δέντρα είχαν παράγει και κοπεί πολύ, είναι φυσικό να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από θρεπτικές ουσίες. Η ελιά όπως κάθε φυτό χρειάζεται λίπανση κάθε χρόνο. Η ποσότητα λιπάσματος, ο τύπος λιπάσματος και ο χρόνος εφαρμογής καθορίζονται μετά από μελέτη πάρα πολλών παραγόντων.

Για την λιπαντική αγωγή είναι απαραίτητη:

1. Η γνώση της μηχανικής σύστασης του εδάφους, του pH, της αγωγιμότητας, του % ποσοστού της οργανικής ουσίας και του ανθρακικού ασβεστίου.

2. Η παραγωγική κατεύθυνση (επιτραπέζια ή ελαιοποιήσιμη).

3. Η φαινολογική κατάσταση των δένδρων και η ύπαρξη εχθρών ή ασθενειών.

4. Το πρόγραμμα και το σύστημα άρδευσης, η ηλικία και η πυκνότητα φύτευσης των δένδρων.

Τα σημαντικότερα στοιχεία για την ελιά είναι το άζωτο και το κάλιο, ενώ σε λιγότερο βαθμό είναι ο φωσφόρος. Ειδικότερα:

ΑΖΩΤΟ (Ν)

Χρειάζεται σε μεγάλες ποσότητες,  κάθε χρόνο καθώς η ελιά αντιδρά σχεδόν πάντα θετικά στη σωστή και επαρκή λίπανση με άζωτο. Είναι ίσως το στοιχείο με τη μεγαλύτερη ποσοτικά έλλειψη στην καλλιέργεια της ελιάς. Επίδραση αζώτου: Ευνοεί τη βλάστηση, την καρπόδεση, την ανάπτυξη του καρπού και γενικά την εν γένει ανάπτυξη του φυτού. 

Το άζωτο (Ν) ως στοιχείο κυκλοφορεί σε πολλές μορφές. Παράδειγμα λιπασμάτων: Θειική αμμωνία (21% Ν), νιτρική αμμωνία (34% Ν), ουρία (46% Ν) κ.α. Ποσότητα αζώτου: Από βιβλιογραφική ανασκόπηση φαίνεται ότι για τις συνθήκες της Κρήτης η χορήγηση 800 φρ. – 1000 γρ. καθαρού αζώτου/ δέντρο/έτος (πρδ. 4,5 κιλά θειική αμμωνία ή 3 κιλά νιτρική ή 2 κιλά ουρία) είναι αρκετή, αν και στην πράξη η χορήγηση μεγαλύτερων από τις παραπάνω ποσότητες είχαν ακόμη καλύτερα αποτελέσματα.

Σε μακροχρόνια πειράματα που έχουν λάβει χώρα στο Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών και Ελιάς Χανίων βρέθηκε ότι χορήγηση 800 γρ. Ν/δέντρο/έτος αύξησε την παραγωγή από 51,8%-105,63% σε σχέση με τις ελιές που δε λιπάνθηκαν καθόλου με Ν. Πολύ κρίσιμες περίοδοι κατανάλωσης αζώτου από το δέντρο είναι:1. Από την έναρξη σχηματισμού νέας βλάστησης (Φεβρουάριο – Μάρτιο) έως και την καρπόδεση (Μάιο) 2. Το στάδιο ξυλοποίησης ενδοκαρπίου (τέλη Ιουλίου-αρχές Αυγούστου για τις συνθήκες της Κρήτης). Τις παραπάνω περιόδους η ελιά πρέπει να είναι επαρκώς εφοδιασμένη με άζωτο.

ΦΩΣΦΟΡΟΣ (Ρ)

Η ελιά γενικά δεν καταναλώνει φώσφορο σε μεγάλες ποσότητες και δεν αντιδρά πάντα στην προσθήκη του στοιχείου αυτού. Στην Κρήτη παρατηρούνται πολύ σπάνια φαινόμενα έλλειψης φωσφόρου. Γενικά η προσθήκη Ρ στην ελιά συνιστάται να γίνει μετά από ανάλυση εδάφους ή εναλλακτικά να προστίθεται με φειδώ (πρδ. 10-20 μονάδες Ρ2Ο5 ανά στρέμμα κάθε 3-4 έτη).

ΚΑΛΙΟ (K)

Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι η ποσότητα του καλίου που μπορεί να προστεθεί ανά δέντρο τη χρονιά που αναμένουμε παραγωγή είναι από 500 γρ. – 1000 γρ. Κ2Ο/παραγωγικό δέντρο πρδ. 1- 2 κιλά θειικού καλίου (50% Κ2Ο) / δέντρο. Η ελιά παρουσιάζει υψηλές ετήσιες ανάγκες σε Κάλιο, ιδιαίτερα την περίοδο ανάπτυξης και ωρίμανσής της όπου περισσότερο από το 60% του διαθέσιμου Καλίου μεταναστεύει στους καρπούς.

Στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες είναι απαραίτητη η χορήγηση Καλίου σε ποσότητα ίση με αυτή του Αζώτου, ειδικά την χρονιά που αναμένεται μεγάλη καρποφορία, ώστε να αποφευχθεί η μικροκαρπία, να αυξηθεί η ελαιογένεση και να περιοριστεί η θρεπτική εξάντληση των δέντρων που οδηγεί σε παρενιαυτοφορία. Στις επιτραπέζιες ποικιλίες, για την επίτευξη ικανοποιητικής παραγωγής και για την βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του καρπού, η ετήσια χορήγηση Καλίου είναι επιβεβλημένη.

2)Βιολογική λίπανση

Η βιολογική λίπανση στηρίζεται κυρίως στην εφαρμογή της μεθόδου της χλωρής λίπανσης με ψυχανθή, αγρωστώδη ή και μείγματα, στην προσθήκη κομπόστας από οργανικά υλικά, καθώς και στην προσθήκη ζωικής κοπριάς , η οποία απαραίτητα προέρχεται από ζώα πρωτίστως βιολογικής ή ακόμα εκτατικής εκτροφής. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν φύλλα ελιάς και άλλα φυτικά υπολείμματα μαζί με 20-40% ελαιολύματα από τις δεξαμενές των ελαιουργείων. Τα απόβλητα των ελαιοτριβείων είναι πλούσια σε διάφορα θρεπτικά στοιχεία, σε οργανική ουσία και σε μικροοργανισμούς.

Η ιδανική  περίοδος τοποθέτησης της κομπόστας είναι αμέσως μετά τη συγκομιδή. Για κάθε 10 στρέμματα προτείνεται  κατά μέσο όρο 2 κυβικά μέτρα κομπόστας. Η λίπανση συμπληρώνεται με την ενσωμάτωση της φυσικής βλάστησης του ελαιώνα, με την ενσωμάτωση των φύλλων και κλαδιών πάχους μέχρι 5 εκ. που θρυμματίζονται με την καλλιέργεια, με τη χρήση ειδικών μηχανικών εργαλείων-θρυμματιστών, καθώς και με τη χρήση των απόνερων των ελαιοτριβείων.

Άρδευση

Η ελιά είναι το μοναδικό δέντρο που μπορεί να καλλιεργηθεί σε συνθήκες μεγάλης ξηρασίας, καθώς έχει ένα πολύ καλό μηχανισμό άμυνας. Ωστόσο η άμυνα αυτή έχει αρνητική επιρροή στην ανάπτυξη και απόδοση των ελαιόδεντρων.

Καθώς βελτιώνονται οι συνθήκες υγρασίας του εδάφους βελτιώνεται θεαματικά και η καρποφορία , γιατί η ελιά έχει την ικανότητα να αξιοποιεί τέλεια κάθε ποσότητα εδαφικού νερού που της προσφέρεται. Όταν όμως τα επίπεδα υγρασίας ειναι πολύ υψηλά, τα ελαιόδεντρα υποφέρουν περισσότερο απ’ ότι τα άλλα δέντρα. Η άρδευση στην ελιά αποδίδει και θα πρέπει να πραγματοποιείται ιδιαίτερα στις εξής περιπτώσεις:

  • όταν οι βροχοπτώσεις της περιοχής είναι ανεπαρκείς,
  • όταν υπάρχουν αρκετές βροχοπτώσεις την εποχή του χειμώνα, αφήνοντας τα δέντρα ακάλυπτα κατά τις κρίσιμες περιόδους της άνοιξης και του καλοκαιριού,–
  • ταν το έδαφος είναι αμμώδες ή χαλικώδες με μικρή ικανότητα συγκράτησης του νερού. Η άρδευση συνιστάται ιδιαίτερα σε επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς στις οποίες επιδιώκεται μεγάλο μέγεθος καρπού. Είναι επίσης απαραίτητη για μέγιστη απόδοση σε εντατικές εκμεταλλεύσεις με πυκνή φύτευση δένδρων. 

Η λίπανση και το κλάδεμα έχουν καλύτερες αποδόσεις όταν συνδυάζονται με άρδευση. Η συχνότητα της άρδευσης εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα του νερού, κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια υγρασίας στο έδαφος στις πιο κρίσιμες περιόδους για την καλλιέργεια. 

Η ποσότητα νερού σε κάθε άρδευση ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο του εδάφους (περατότητα), το μέγεθος των δέντρων και άλλους παράγοντες. Για παραδοσιακές χαμηλής πυκνότητας καλλιέργειες, η συνεχής παροχή νερού κατά 80-120 λίτρα/ημέρα/δέντρο (σε βαριά εδάφη) δίνει καλά αποτελέσματα.

Κατά γενικό κανόνα

  1.  Τα νεαρά δενδρύλλια κατά τα τρία πρώτα έτη έχουν αυξημένες ανάγκες άρδευσης.
  2. Άρδευση συνιστάται να εφαρμόζεται σε ελαιώνες με ετήσια βροχόπτωση κάτω από 400 mm, σε νέους εντατικούς ελαιώνες (25- 40 φυτά/στρέμμα) και σε φτωχά εδάφη με μικρή υδατοϊκανότητα, τόσο σε ελαιοποιήσιμες όσο και σε επιτραπέζιες ελιές.
  3. Να αποφεύγονται τα υπερβολικά ποτίσματα (πέραν των πραγματικών αναγκών των φυτών). Οι υπερβολικές ποσότητες νερού εκτός  από τη σπατάλη προκαλούν και συνθήκες ανάπτυξης διαφόρων ασθενειών, εχθρών (π.χ. κυκλοκονίου, δάκου, κοκκοειδών κ.ά)και ευνοούν τις μολύνσεις από εδαφογενή παθογόνα.
  4.  Η έλλειψη νερού (Απρίλιο-Ιούνιο) προκαλεί ανθόπτωση, μειώνει την παραγωγή και εξαντλεί τα ελαιόδεντρα καθιστώντας τα ευάλωτα σε εχθρούς όπως η πολλίνια, σκολύτες κλπ.
  5. Συνιστάται η συντήρηση του δικτύου άρδευσης και τακτική εξέταση (ανά τριετία) της καταλληλότητας του νερού της άρδευσης όταν αυτό προέρχεται από γεώτρηση ή από βιολογικό καθαρισμό. Απαγορεύεται η χρήση νερού από υπονόμους ή αποστραγγιστικά δίκτυα. Σε περιοχές με έλλειψη νερού προτείνεται η κατασκευή μικρών λιμνοδεξαμενών.

Κλάδεμα

Το κλάδεμα πρέπει να εφαρμόζεται τον χειμώνα ταυτόχρονα με την συγκομιδή όταν η καρποφορία είναι σημαντική ή μετά την συγκομιδή και πάντοτε πριν από την άνθηση. Σε περιοχές όπου υπάρχει κίνδυνος παγετού το κλάδεμα θα πρέπει να γίνεται όταν τα φυτά εισέρχονται στη βλαστική περίοδο (νωρίς την άνοιξη).

Μόρφωση δέντρου: Κατά τα τρία πρώτα έτη γίνεται το κλάδεμα διαμόρφωσης για την απόκτηση του επιθυμητού σχήματος και μεγέθους του δέντρου.  Το πιο διαδεδομένο σχήμα διαμόρφωσης στην ελιά είναι το ανοιχτό κύπελλο, ενώ σπανιότερα επιλέγεται το σφαιρικό σχήμα ή ο θάμνος. Στις υπέρπυκνες φυτεύσεις εφαρμόζεται το γραμμικό σύστημα υποστύλωσης των δέντρων και τα δέντρα σχηματίζουν σχήμα ατράκτου-κυπαρισσάκι με έναν κύριο κορμό-οδηγό.

Κλάδεμα καρποφορίας: Με το κλάδεμα μπορεί να ελεγχθεί μερικώς η ένταση του φαινομένου της παρενιαυτοφορίας. Η ελιά καρποφορεί σε βλάστηση ενός έτους. Στόχος λοιπόν είναι η ετήσια ικανοποιητική βλαστική ανάπτυξη η οποία τον επόμενο χρόνο θα καρποφορήσει

Κλάδεμα ανανέωσης: Το κλάδεμα ανανέωσης συστήνεται κυρίως σε μεγάλης ηλικίας δένδρα ή σε εγκαταλελειμμένους ελαιώνες που πρόκειται να μπουν ξανά στην παραγωγή. Περιλαμβάνει συνήθως μεγάλες τομές στα σημεία διακλάδωσης των κύριων βραχιόνων (σταυρώματα).

Συγκομιδή

H συγκομιδή των ελιών γίνεται με το χέρι ή μηχανικά. Οι ελιές πέφτουν στην επιφάνεια όπου υπάρχουν απλωμένα δίχτυα. Έτσι ο καρπός δεν πέφτει κατευθείαν στο έδαφος, δεν τραυματίζεται και είναι πιο εύκολο να μαζευτεί και να συσκευαστεί στα τελάρα ή τσουβάλια. Η συγκομιδή με το χέρι εφαρμόζεται στις επιτραπέζιες ελιές, προς αποφυγή τραυματισμών των καρπών και υποβάθμιση της ποιότητας (είναι όμως χρονοβόρο και πολύ δαπανηρό). Η μηχανική συγκομιδή γίνεται κυρίως στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες. Οι μέθοδοι που εφαρμόζονται είναι: 

  •  Με χτένια (κινούμενα είτε με ηλεκτρισμό-μπαταρία είτε με αέρα) και με συγκομιδή των καρπών από τα δίχτυα που στρώνονται κάτω από τα ελαιόδεντρα. 
  •  Δονητές κορμού-βραχιόνων με ή χωρίς ανάστροφη ομπρέλα (υποδοχέα καρπών). 
  •  Με μηχανές συγκομιδής που κινούνται πάνω από τα δέντρα, στις υπέρπυκνες φυτεύσεις.

Το κόστος του μαζέματος του καρπού είναι υψηλό . Αντιστοιχεί στο 70% περίπου του γενικού κόστους παραγωγής της ελαιοκαλλιέργειας.

Καρποί που θα επεξεργαστούν πράσινοι συγκομίζονται όταν το βαθύ πράσινο χρώμα ξεθωριάσει και έχει γίνει ανοιχτό πράσινο και η συγκομιδή σταματά όταν ο φλοιός πάρει αχυρένιο χρώμα.

Έτσι, για πράσινες οι ελιές συγκομίζονται ενώ είναι ακόμα άγουρες (πριν ακόμη γαλατώσουν), προς τα τέλη Σεπτεμβρίου με μέσα Οκτωβρίου, ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή.

Οι ελιές που θα καταναλωθούν ως μαύρες συγκομίζονται αργότερα, όταν η σάρκα μαυρίσει σε βάθος μέχρι τα 2/3, αλλά πριν αρχίσει να μαλακώνει.

Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (θρούμπες, μαύρες αλατισμένες) οι καρποί αφήνονται να υπερ ωριμάσουν

Συγκομιδή ελιάς

Μετά τη συγκομιδή

Η μεταφορά του καρπού απαιτεί μεγάλη προσοχή, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι τραυματισμοί πράγμα που έχει άσχημες επιπτώσεις στην ποιότητα του τελικού προϊόντος, είτε είναι επιτραπέζια ελιά είτε λάδι.

Η μεταφορά της επιτραπέζιας ελιάς σε σάκους δεν συνιστάται. Καλύτερη είναι η μεταφορά σε τελάρα με τρύπες στα πλάγια, τα οποία μεταφέρονται στα συσκευαστήρια όπου ξεκινάει η επεξεργασία τους μέχρι να φτάσουν στον καταναλωτή.

Η μεταφορά της ελαιοποιήσιμης ελιάς μπορεί να γίνει σε τσουβάλια (όχι σε πλαστικά)  και να διατηρείται σε όσο το δυνατόν χαμηλότερη θερμοκρασία μέχρι να επεξεργαστεί από το ελαιοτριβείο και να γίνει λάδι.. Η αποθήκευση του ελαιολάδου πρέπει να γίνεται σε ανοξείδωτες δεξαμενές που διατηρούν τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά αναλλοίωτα.

 

Φυτοπροστασία

Εντομολογικοί εχθροί

1) Βαμβακάδα

Η βαμβακάδα είναι μικρό ημίπτερο (ψύλλα της ελιάς) που προσβάλλει τα φύλλα, τα άνθη, της κορυφές της νέας βλάστησης και τους τρυφερούς βλαστούς και απομυζεί τους χυμούς του φυτού. Συνήθως τα ανήλικα άτομα δημιουργούν αποικίες των 10-30 ατόμων και καλύπτουν το σώμα τους αλλά και τα προσβεβλημένα σημεία με το χαρακτηριστικό λευκό έκκριμα που παράγουν.

Βιολογική καταπολέμηση: Συνιστάται ψεκασμός με θερινό πολτό και βάκιλου θουριγγίας. 

2) Καλόκορη 

Είναι πολυφάγο έντομο και προκαλεί κυρίως οφθαλμόπτωση, και πτώση ανθέων. Αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα κατά τόπους και κατά χρόνους με αποτέλεσμα η ζημιά από την πτώση των οφθαλμών και των ανθέων να σημειώνεται ορισμένες φορές είτε σε ευρύτερες περιοχές, είτε σε ορισμένους ελαιώνες, είτε ακόμα σε ορισμένα δέντρα ενός ελαιώνα. Πυκνότεροι πληθυσμοί του εντόμου εμφανίζονται στο τέλος του χειμώνα με αρχές-μέσα της άνοιξης. Σημαντικά πυκνότεροι πληθυσμοί ανευρίσκονται στην αυτοφυή βλάστηση (πχ. διανόχορτο, παριετάρια, τσουκνίδα, σινάπι, αγριοσέλινο ) σε σχέση με τα ελαιόδεντρα.

Βιολογική καταπολέμηση: Συστήνεται η διατήρηση των αυτοφυών ξενιστών (διανόχορτο, τσουκνίδα, παριετάρια, σινάπι, κλπ) μέχρι την έναρξη της άνθησης των ελαιοδένδρων, ώστε να αποφευχθεί η μετακίνηση του εντόμου από τους αυτοφυείς ξενιστές στα ελαιόδεντρα.

Χημική καταπολέμηση: Διενέργεια ψεκασμού με τα εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν υψηλοί πληθυσμοί και χαμηλή ανθοφορία Απαγορεύεται ο ψεκασμός κατά την άνθηση των ελαιοδένδρων.

3) Μαργαρόνια 

Προσβάλει την τρυφερή βλάστηση (κορυφές και φύλλα τρυφερών βλαστών, κλειστά άνθη και πράσινους αναπτυγμένους καρπούς). Στη χώρα μας έχει 4-5 γενεές το χρόνο. Σε μεγάλα ελαιόδεντρα η ζημιά δεν είναι αξιόλογη εκτός από ορισμένες τοποθεσίες και χρονιές, που πιθανώς να σχετίζεται με την παρατεταμένη αφθονία νέας βλάστησης. Κατά κανόνα το έντομο μπορεί να προκαλέσει αξιόλογη ζημιά σε νεαρά δενδρύλλια, σε φυτώρια ή νεοσύστατους ελαιώνες.

Βιολογική Καταπολέμηση: Σοβαρή μείωση του πληθυσμού του εντόμου προκαλούν οι φυσικοί εχθροί όπως το ωοφάγο Υμενόπτερο Trichogramma sp. και τα παράσιτα, επίσης Υμενόπτερα Apanteles laevigatys και A. Lacteicolor και το Δίπτερο Ctenophorocera pavida.

Χημική καταπολέμηση: Συνιστάται μία επέμβαση με εγκεκριμένο σκεύασμα μόνο σε φυτώρια δενδρυλλίων ελιάς καθώς και σε νεαρά δένδρα όταν παρουσιαστούν έντονες προσβολές.

4) Λεκάνιο 

Το έντομο είναι σημαντικός εχθρός της ελιάς στη χώρα μας. Προσβάλλει φύλλα, τρυφερούς βλαστούς ή μικρούς κλάδους απομυζώντας το χυμό τους. Τα μελιτώδη αποχωρήματά του ευνοούν την ανάπτυξη των μυκήτων της καπνιάς. Ευνοείται από την υψηλή σχετική υγρασία που συχνά παρατηρείται όταν το φύλλωμα είναι πυκνό και δεν αερίζεται. Σοβαρές προσβολές παρουσιάζονται σε δέντρα υγρών περιοχών, ποτιστικά και ακλάδευτα. Η ενηλικίωση των θηλυκών εντόμων που διαχειμάζουν γίνεται προς το τέλος της άνοιξης.

Βιολογική καταπολέμηση: Συνιστάται το κλάδεμα του εσωτερικού μέρους της κόμης των δένδρων (κλαδοκάθαρος) για εξασφάλιση αερισμού και φωτισμού.  Επίσης να αποφεύγεται η υπερβολική αζωτούχος λίπανση. Το λεκάνιο έχει πολλούς φυσικούς εχθρούς (αρπακτικά και παρασιτοειδή). Πολλά από αυτά τα ωφέλιμα έντομα συντηρούνται στην αυτοφυή βλάστηση. Συνιστάται η διατήρηση ζωνών φυσικής βλάστησης στα όρια του ελαιώνα.

Χημική καταπολέμηση: Το λεκάνιο αντιμετωπίζεται κυρίως με καλλιεργητικά μέτρα. Στα δέντρα που διαπιστώνεται έντονες προσβολές (3 - 5 άτοµα/φύλλο ή 3 - 4 θηλυκά/40 εκ. βλαστού) µπορεί να γίνει χηµική αντιμετώπιση.

5) Ασπιδιωτός

Είναι είδος κοσμοπολίτικο και εξαιρετικά πολυφάγο. Προσβάλλει, τα φύλλα, βλαστούς και κλαδίσκους ενώ το καλοκαίρι και το φθινόπωρο προσβάλλει και καρπούς. Προτιμά τα κάτω σκιαζόμενα και με πυκνό φύλλωμα μέρη της κόμης του δέντρου.

Βιολογική καταπολέμηση: Οι προσβολές περιορίζονται με κατάλληλο κλάδεμα που εξασφαλίζει καλό αερισμό των δέντρων. Ο ασπιδιωτός ελέγχεται από τους φυσικούς εχθρούς του. Ειδικότερα από πολλά αρπακτικά είδη όπως τα Chilocorus bipustulatus, Lindorus lophantae, Scymmnus subvillosus, Exochomus quadripustulatus, Chrysoperla carnea, Semidalis sp. κλπ. Σημαντική είναι η δράση και των παρασιτοειδών Aphytis chilensis, A. melinus, Α. chrysomphalis (προσβάλλουν κυρίως τα ενήλικα) & Aspidiotiphagus citrinus (προσβάλλει όλα τα στάδια).

Χημική καταπολέμηση:  Όταν οι πληθυσμοί είναι πυκνοί συστήνονται ψεκασμοί κατά το μέγιστο της εκκόλαψης των νεαρών ανηλίκων (ερπουσών νυμφών) (Απρίλιο-Μάιο) με τα εγκεκριμένα σκευάσματα. Για αποφυγή καταστροφής των ωφέλιμων εντόμων καλό θα είναι να χρησιμοποιούνται για ψεκασμό εντομοκτόνα χαμηλής τοξικότητας όπως είναι οι θερινοί πολτοί.

6) Παρλατόρια 

Είναι πολυφάγο είδος. Από την προσβολή του κοκκοειδούς αυτού ζημιώνονται περισσότερο οι επιτραπέζιες ποικιλίες. Εγκαθίσταται σε φύλλα, κλαδίσκους, κλάδους, κορμό και καρπούς δημιουργώντας συνήθως ερυθρές κηλίδες ή και παραμόρφωση. Η ζημιά στους καρπούς προκαλείται κυρίως από τα άτομα της 2ης γενεάς που εγκαθίστανται κυρίως στους καρπούς. Οι νεαρές έρπουσες νύμφες της 1ης γενεάς εμφανίζονται Μάιο-Ιούνιο στις πρώιμες και όψιμες περιοχές της χώρας αντίστοιχα.

Βιολογική καταπολέμηση:  Το έντομο αυτό ελέγχεται σημαντικά στη χώρα μας από το εκτοπαρασιτοειδές Aphytis maculicornis. Άλλοι φυσικοί του εχθροί είναι τα αρπακτικά Chilocorus bipustulatus και Pharoscymnus pharoides.

Χημική καταπολέμηση: Όπου υπάρχουν προσβολές η αντιμετώπιση πρέπει να γίνει στο τέλος της εκκόλαψης των ερπουσών προνυμφών χρησιμοποιώντας τα εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά με προτίμηση τα θερινά ορυκτέλαια. 

7) Ρυγχίτης 

Το είδος αυτό έχει διετή βιολογικό κύκλο. Τα ενήλικα πρωτοεμφανίζονται στα δέντρα στα τέλη Απριλίου αρχές Μαΐου και το μέγιστο του πληθυσμού τους σημειώνεται κατά τον Ιούνιο. Οι ανοιξιάτικες προσβολές είναι περιφερειακά φαγώματα στα τρυφερά φύλλα και στις βλαστικές κορυφές από τα ενήλικα. Μετά το τέλος της καρπόδεσης τρέφονται από τους καρπούς και αργότερα ωοτοκούν σε αυτούς. Οι προνύμφες προσβάλλουν μόνο τον πυρήνα των καρπών προκαλώντας πρόωρη καρπόπτωση το φθινόπωρο. Ο ρυγχίτης μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά σε μικρόκαρπες ποικιλίες, όπως είναι η Κορωνέϊκη, και σε λοφώδεις περιοχές με ξηρά εδάφη.

Βιολογική καταπολέμηση: Η καλλιέργεια του εδάφους συντελεί στη μείωση των πληθυσμών του ρυγχίτη, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του βιολογικού κύκλου του διέρχεται στο έδαφος. 

Χημική καταπολέμηση:  Σε ελαιώνες που παρατηρήθηκαν ζημιές τα δύο προηγούμενα χρόνια και διαπιστώνονται ανοιξιάτικες προσβολές στο φύλλωμα, να γίνει ένας ψεκασμός των δέντρων αμέσως μετά την ολοκλήρωση της καρπόδεσης τηρουμένου του παραπάνω αναφερόμενου οικονομικού ορίου επέμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ψεκασμοί ενάντια του πυρηνοτρήτη προστατεύουν ικανοποιητικά τα ελαιόδεντρα και από το ρυγχίτη. 

8) Πυρηνοτρήτης

Είναι ένα μικρό λεπιδόπτερο, η προνύμφη του οποίου προσβάλλει τα άνθη, τους καρπούς και τα φύλλα της ελιάς. Ο πυρηνοτρήτης έχει τρεις γενεές το χρόνο, οι οποίες είναι συγχρονισμένες με την ανάπτυξη των οργάνων της ελιάς από τα οποία τρέφεται. Η πρώτη γενεά αναπτύσσεται στα άνθη (ανθόβια γενεά), η δεύτερη αναπτύσσεται στον καρπό (καρπόβια) και η τρίτη στο φύλλωμα (φυλλόβια γενεά).

Βιολογική καταπολέμηση: Στους ελαιώνες βιολογικής γεωργίας η καταπολέμηση της ανθόβιας γενιάς του εντόμου είναι σημαντική με στόχο τη μείωση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της επόμενης (καρπόβιας) γενιάς που είναι πιο επιζήμια για τον ελαιόκαρπο και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί με βιολογικά φάρμακα. Ανεξαρτήτως του μεγέθους της ανθοφορίας, στους ελαιώνες βιολογικής καλλιέργειας συστήνεται επέμβαση με σκευάσματα του βακίλου της Θουριγγίας (Bacillus thuringiensis) όταν έχουν ανοίξει 5-25% των ανθέων.

Χημική καταπολέμηση: Όταν υπάρχει πρόβλημα αντιμετώπισης μεγάλων πληθυσμών του πυρηνοτρήτη συνιστάται καταπολέμηση της ανθόβιας γενεάς στην έναρξη της άνθησης (να έχουν ανοίξει 5-25% των ανθέων): 14 ημέρες από την αύξηση των συλλήψεων των αρσενικών στις παγίδες ή διαπίστωση μαύρης κεφαλής στα αυγά ή διαπίστωση προνυμφών 1ου σταδίου.

τόχος της χημικής αντιμετώπισης είναι η θανάτωση των προνυμφών κατά την εκκόλαψη ή λίγο μετά την εκκόλαψη Εφαρμογή σκευασμάτων της κατηγορίας ‘ρυθμιστές ανάπτυξης’ πρέπει να γίνεται αμέσως μετά την διαπίστωση έναρξης των συλλήψεων στις φερομονικές παγίδες. Εφαρμογή άλλων εγκεκριμένων εντομοκτόνων 6-8 ημέρες από την αύξηση των συλλήψεων των αρσενικών στις φερομονικές παγίδες ή διαπίστωση μαύρης κεφαλής στα αυγά ή διαπίστωση προνυμφών 1ου σταδίου.

9) Δάκος

O Δάκος είναι ο σοβαρότερος εχθρός της ελιάς. Η ζημιά είναι ποσοτική (μείωση παραγωγής και υποβάθμιση της εμπορικής αξίας του καρπού) αλλά και ποιοτική στο παραγόμενο ελαιόλαδο εξαιτίας κυρίως της αύξησης της οξύτητάς, της οξείδωσης και της αλλοίωσης των οργανοληπτικών του ιδιοτήτων. Στη χώρα μας έχει 3-7 γενεές το χρόνο. Το άριστο εύρος θερμοκρασιών ωοτοκίας είναι 20-28 ºC ενώ σταματάει για θερμοκρασίες μικρότερες των 15 ή μεγαλύτερες των 33 ºC. 

α) Παρακολούθηση

Ελκυστικές παγίδες:  H κλασσική μέθοδος παρακολούθησης του πληθυσμού του δάκου πραγματοποιείται με παγίδες τύπου McPhail, που περιέχουν ως ελκυστικό, αμμωνιακά άλατα 2% ή υδρολυμένες πρωτεΐνες 2% (φθινόπωρο), συχνά και με προσθήκη βόρακα. Οι παγίδες αναρτώνται στο εσωτερικό της κόμης του δέντρου, από τον Ιούνιο έως τα τέλη Οκτωβρίου και ελέγχονται ανά πενθήμερο ή εβδομάδα. 

Πυκνότητα τοποθέτησης παγίδων: Προτείνετε τουλάχιστον μία παγίδα McPhail ανά 100 δένδρα Δειγματοληψίες Για την εκτίμηση της προσβολής του ελαιοκάρπου, πρέπει να πραγματοποιούνται τακτικές (δεκαπενθήμερες ή μηνιαίες) δειγματοληψίες καρπών από τον Ιούλιο μέχρι την έναρξη συγκομιδής.

β) Βιολογική καταπολέμηση: 

Δεν πρέπει να μένουν, κατά το δυνατόν, ασυγκόμιστοι καρποί. Να επιδιώκεται κατά το δυνατόν πρώιμη συγκομιδή. Απαιτείται αυξημένη προσοχή σε αρδευόμενους ελαιώνες όπου αυξάνεται ο πληθυσμός του δάκου, μέχρι 7 φορές περισσότερος από ότι στους ξηρικούς ελαιώνες, ιδιαίτερα όταν αποτελούν μικρές νησίδες εντός μεγάλης εκτάσεως μη-αρδευόμενων ελαιώνων.  Σε μεγάλης έκτασης ελαιώνες ή σε ευρύτερες περιοχές είναι σημαντική η επισήμανση εστιών πρώιμων προσβολών από το έντομο. Διάφορα είδη ωφελίμων εντόμων (παρασιτοειδών και αρπακτικών) προσβάλλουν το δάκο στα διάφορα στάδια εξέλιξης του. Τα σπουδαιότερα είναι: Τα υμενόπτερα εκτοπαρασιτοειδή Eupelmus urozonus, Pnigalio meditarraneus, Eurytoma martelli και Cyrtoptyx laticeps.

Μαζική παγίδευση:  Με τη μέθοδο της μαζικής παγίδευσης επιδιώκεται η σύλληψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού ενήλικων εντόμων, ώστε να μειωθεί ο πληθυσμός του εχθρού σε επίπεδα που δεν προκαλούν οικονομική ζημιά στην καλλιέργεια. Ο συνδυασμός στην ίδια παγίδα ελκυστικών τροφής, φύλου και χρώματος είναι καταλληλότερος όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε προγράμματα μαζικής παγίδευσης. Σε περιοχές στις οποίες υπάρχουν υψηλοί πληθυσμοί δάκου, η μαζική παγίδευση, δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα να αποτελεί αυτοδύναμη μέθοδο αντιμετώπισης του εντόμου ακόμα και όταν εφαρμόζεται και σε μεγάλες εκτάσεις. Σε περιπτώσεις μικρής αποτελεσματικότητας της μεθόδου, απαιτούνται συμπληρωματικά μέτρα για επαρκή προστασία της παραγωγής, όπως αύξηση της πυκνότητας των παγίδων ή δολωματικοί ψεκασμοί κυρίως σε εστιακές περιοχές με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού του δάκου. Συνεχής εφαρμογή μαζικής καταπολέμησης σε έναν απομονωμένο ελαιώνα, επί σειρά ετών μειώνει τον πληθυσμό του δάκου και αυξάνει τον πληθυσμό των ωφελίμων εντόμων. 

O συνδυασμός μαζικής παγίδευσης με δολωματικούς ψεκασμούς, με τα εγκεκριμένα εντομοκτόνα, έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός εναντίον του δάκου σε περιοχές ή και χρονιές που η μέθοδος δεν είναι αυτοδύναμη. 

γ) Χημική καταπολέμηση

Δολωματικός από εδάφους ψεκασμός: Στους ψεκασμούς από το έδαφος, το ψεκαστικό διάλυμα που χρησιμοποιείται, αποτελείται από το ελκυστικό (πρωτεΐνη 2%) και το εντομοκτόνο. Η εφαρμογή του δολώματος γίνεται είτε με μηχανοκίνητα ψεκαστικά μέσα είτε με επινώτιους χειροκίνητους ψεκαστήρες.

Χημικά εντομοκτόνα: Ψεκασμοί καλύψεως με συνθετικά χημικά εντομοκτόνα συστήνονται μόνο:  

  • Σε ελαιώνες που λόγω χαμηλού ποσοστού καρποφορίας (κάτω του 25%) δεν εφαρμόζεται η δολωματική μέθοδος ή εάν αυτή εφαρμοστεί συνήθως δεν έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα.  
  • Η προσβολή του ελαιοκάρπου να είναι πάνω από το οικονομικό όριο ζημιάς: (>5% ζωντανή προσβολή για τις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες και 1% για τις επιτραπέζιες ποικιλίες). Χρόνος εφαρμογής: συνήθως εφαρμόζονται Σεπτέμβριο - Οκτώβριο (εξαρτάται από το ποσοστό προσβολής του ελαιοκάρπου) Στην περίπτωση όμως που έχουμε πρώιμες προσβολές, κυρίως στις βρώσιμες ελιές, μπορεί να γίνει ακόμη ένας ψεκασμός το καλοκαίρι. 

Στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες δεν συστήνονται ψεκασμοί καλύψεως με χημικά εντομοκτόνα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Απαγορεύονται οι ψεκασμοί καλύψεως με χημικά εντομοκτόνα στις περιοχές που παράγουν ΠΟΠ/ΠΓΕ ελαιόλαδο ή βρώσιμο ελαιόκαρπο Απαγορεύονται οι ψεκασμοί καλύψεως με χημικά εντομοκτόνα στις υπόλοιπες περιοχές.

Ψεκασμοί καλύψεως:  Συστήνονται θεραπευτικοί ψεκασμοί με χημικά εντομοκτόνα μόνο όταν η προσβολή του ελαιοκάρπου είναι πάνω από το οικονομικό όριο ζημιάς: (>5% ζωντανή προσβολή για τις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες και 1% συνολική προσβολή για τις επιτραπέζιες ποικιλίες).

Μυκητολογικές ασθένειες

1) Γλοιοσπόριο: 

Η ασθένεια απαντάται σε ώριμους καρπούς ή σε αυτούς που βρίσκονται κοντά στην ωρίμανση, προκαλεί σήψη με χαρακτηριστικό καστανέρυθρο χρώμα στην επιφάνεια της. Σπάνια δε προσβάλει ποδίσκους καρπών, φύλλα και νεαρούς βλαστούς. Η ασθένεια ευνοείται από βροχές, την υψηλή υγρασία ενώ η θερμοκρασία δεν είναι τόσο περιοριστικός παράγοντας αφού ο μύκητας αναπτύσσεται ικανοποιητικά από 10 έως 25o C.

Βιολογική καταπολέμηση: Αποφυγή εγκατάστασης ελαιώνων σε υγρές και χαμηλές περιοχές που νεροκρατούν ή δεν αερίζονται καλά. Προσοχή στα συστήματα πυκνών φυτεύσεων σε περιοχές που επικρατούν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας. Κατάλληλο κλάδευμα ώστε το εσωτερικό της κόμης των δένδρων να αερίζεται και να φωτίζεται καλά. Συλλογή και απομάκρυνση του πεσμένου στο έδαφος μουμιοποιημένου καρπού καθώς και αυτών στα κλαδιά. Ελαφριά κατεργασία του εδάφους με τους μουμιοποιημένους καρπούς. 

Χημική καταπολέμηση: Οι προσβολές αρχίζουν από τα στάδιο της ανθοφορίας, οι ψεκασμοί σε όσες περιοχές υπάρχει έντονο πρόβλημα τα περασμένα έτη συστήνεται να ξεκινήσουν λίγο πριν την άνθηση. Η ταυτόχρονη χρήση στρομπιλουρινών (κρεσόξιμ-μεθύλ, πυρακλοστρόμπιν, κ.α) και χαλκούχων (οξυχλωριούχος χαλκός, υποξείδιο του χαλκού, κ.α.) φαίνεται να δρα ευεργετικά. Η εφαρμογή ενός ψεκασμού τον Απρίλιο-Μάιο, στο στάδιο του κροκιάσματος των ανθέων, περιορίζει τα πρωτογενή μολύσματα. Στη συνέχεια ένας ψεκασμός τον Ιούνιο, την περίοδο της καρπόδεσης και ένας ψεκασμός αργά τον Αύγουστο. Ακολουθούν ψεκασμοί, ένας αρχές Σεπτεμβρίου και ένας Οκτώβριο-Νοέμβριο, πριν ξεκινήσουν οι βροχές και πέσει η θερμοκρασία, για την καταπολέμηση των δευτερογενών μολυσμάτων. Τέλος, ψεκασμός μετά το χειμερινό κλάδεμα με χαλκούχα σκευάσματα

2) Βερτισιλλίωση

Τα φύλλα της ελιάς ξεραίνονται αλλά δεν πέφτουν αμέσως . Όσο εξαπλώνεται η προσβολή του μύκητα ξεραίνονται βλαστοί, ακόμα κι μεγάλα κλαδιά. Η καταπολέμηση του μύκητα είναι πολύ δύσκολη αφού δεν υπάρχουν κατάλληλα χημικά σκευάσματα και έτσι λαμβάνονται μόνο προληπτικά μέτρα για την προστασία της καλλιέργειας. Η καλλιέργεια του εδάφους αποφεύγεται και συνιστάται να εφαρμόζεται ηλιοαπολύμανση του εδάφους.

Προληπτικά μέτρα:

  •  Χρήση ανθεκτικών ποικιλιών και υποκειμένων.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού. 
  • Εφαρμογή εξειδικευμένων λιπασμάτων θρέψεις.
  • Εκρίζωση ή καταστροφή των ασθενών δέντρων.
  • Αποφυγή γειτνίασης ή συγκαλλιέργειας με ευπαθείς ξενιστές.
  • Ηλιοαπολύμανση του εδάφους.
  • Πότισμα με σταγόνες και όχι με αυλάκια.
  • Αποφυγή καλλιέργειας σε αγρό με ευπαθή προηγηθείσα καλλιέργεια. 
  • Συστηματική καταπολέμηση των ζιζανίων.

3) Κυκλοκόνιο:

Τα συμπτώματα της ασθένειας γίνονται συνήθως αντιληπτά στο έλασμα των φύλλων. Ο μύκητας προσβάλει επίσης και τους μίσχους των φύλλων και τους ποδίσκους των καρπών. Σε σοβαρές προσβολές προκαλείται φυλλόπτωση και καρπόπτωση και τα δέντρα οδηγούνται σε καχεξία. Σπανιότερα προσβάλλονται οι καρποί και οι νεαροί κλαδίσκοι. Για την πραγματοποίηση των μολύνσεων είναι απαραίτητη η βροχή ή η υψηλή υγρασία (πχ. σχηματισμός δρόσου στην επιφάνεια των φύλλων) και οι σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες (με άριστες μεταξύ 15-200 C). Οι μολύνσεις γίνονται κυρίως σε δύο περιόδους την άνοιξη και το φθινόπωρο ενώ τον χειμώνα μόνο σε περιοχές όπου είναι ήπιος. Το καλοκαίρι οι νέες μολύνσεις και η ανάπτυξη του παθογόνου σταματούν.

Βιολογική καταπολέμηση:  Αποφυγή εγκατάστασης ελαιώνων σε υγρές και πεδινές περιοχές σε αγρούς που νεροκρατούν. Κλάδεμα με στόχο τον καλύτερο αερισμό και φωτισμό του εσωτερικού της κόμης. Επιλογή ανθεκτικών/ανθεκτικών ποικιλιών ή κλώνων, εφόσον είναι εμπορικά αποδεκτές, όπου είναι εφικτό (ανάλογα με το κλίμα, την παράδοση κ.ά στοιχεία της περιοχής).

Χημική καταπολέμηση:Η ασθένεια του κυκλοκονίου αντιμετωπίζεται με προληπτικούς ψεκασμούς. Συνήθως, γίνονται δύο:  Ο πρώτος την άνοιξη μετά την έναρξη της βλαστικής περιόδου και όταν το μήκος της νέας βλάστησης είναι 2 με 5εκ. Ο δεύτερος το φθινόπωρο πριν την έναρξη των βροχών. Όσον αφορά στη χρήση εγκεκριμένων σκευασμάτων από τις πλέον αποτελεσματικές δραστικές ουσίες έχει αποδειχθεί ο βορδιγάλειος πολτός(1%). Σε περίπτωση που η πίεση από την ασθένεια είναι μεγάλη και οι προσβολές συνεχίζονται παρά τους προληπτικούς ψεκασμούς , θα χρειαστεί οι επεμβάσεις να συνεχιστούν. (Μερικές φορές με συχνότητα 15-20 ημερών η μια μετά την άλλη.)

4) Κερκόσπορα

Οι μολύνσεις ξεκινούν από τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου και συνεχίζονται όλο τον χειμώνα. Προκαλεί κηλίδωση στους καρπούς και τα φύλλα. Συμπτώματα από την ασθένεια συναντάμε συνήθως στα φύλλα στις ΄΄ποδιές΄΄ των δένδρων. Στους πράσινους καρπούς εμφανίζονται καστανές κηλίδες ελαφρά βυθισμένες διαμέτρου 4-10mm. Στην επάνω επιφάνεια των φύλλων εμφανίζονται χλωρωτικές περιοχές οι οποίες στη συνέχεια νεκρώνονται. Σε σοβαρές προσβολές έχουμε φυλλόπτωση, καρπόπτωση και εξασθένηση του δέντρου. Οι βροχοπτώσεις είναι καθοριστικός παράγοντας για την διασπορά της ασθένειας. Η ασθένεια είναι βραδείας εξάπλωσης.

Βιολογική καταπολέμηση: Αποφυγή εγκατάστασης ελαιώνων σε υγρές και χαμηλές περιοχές που νεροκρατούν ή δεν αερίζονται καλά. Προσοχή στα συστήματα πυκνών φυτεύσεων σε περιοχές που επικρατούν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας.  Κατάλληλο κλάδευμα ώστε το εσωτερικό της κόμης των δένδρων να αερίζεται και να φωτίζεται καλά.

Χημική καταπολέμηση: Ψεκασμοί τέλος Οκτωβρίου και τέλος Νοεμβρίου όπου τα προβλήματα από την ασθένεια είναι σοβαρά. Συνήθως οι ψεκασμού για το κυκλοκόνιο ελέγχουν και την ασθένεια αυτή.

5) Καρκίνωση της ελιάς

Σχηματίζει υπερπλαστικούς όγκους σε κλαδίσκους, κλάδους και οδηγεί στην εξασθένηση των δέντρων και την μείωση της παραγωγής. Συχνά προσβάλλονται φύλλα αλλά και καρποί στους οποίους προκαλεί κηλιδώσεις. Χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι η ολική ή μερική ξήρανση των κλαδίσκων. Το παθογόνο επιβιώνει επιφυτικά και μολύνει τους ιστούς από πληγές. Η εξάπλωση της ασθένειας ευνοείται από την δημιουργία πληγών κατά τις καλλιεργητικές εργασίες (συλλογή καρπού κ.ά), τις χαμηλές θερμοκρασίες (παγετός), την ανεμοθύελλα, το χαλάζι και την βροχή.

Βιολογική καταπολέμηση - Καλλιεργητικά μέτρα: Χρήση υγιούς φυτικού υλικού. Χρήση ανθεκτικών ποικιλιών (όπου αυτό είναι τοπικά και εμπορικά αποδεκτό).  Συνιστάται να αποφεύγεται το κλάδεμα των δέντρων και η συλλογή του καρπού με ράβδισμά με βροχερό καιρό. Να απολυμαίνονται τα κλαδευτικά εργαλεία σε διάλυμα 5% φορμόλης ή άλλο κατάλληλο απολυμαντικό πχ, οινόπνευμα ή χλωρίνη. Το κλάδεμα να γίνεται κατά τους θερινούς μήνες και τα δέντρα με συμπτώματα να αφήνονται τελευταία. Συνιστάται επίσης η αφαίρεση έντονα προσβεβλημένων κλάδων και κλαδίσκων και η καταστροφή τους με κάψιμο. Εφόσον πρόκειται για ελαφρά προσβολή στον κορμό να αφαιρείται ο όγκος (καρκίνωμα) με μαχαιρίδιο και να γίνεται επάλειψη με πυκνή πάστα βορδιγάλειου πολτού 3%.

Χημική καταπολέμηση: Συνιστάται ένας ψεκασμός με χαλκούχο σκεύασμα μετά το κλάδεμα η το καθάρισμα των δέντρων ή μετά από χαλάζι ή παγετό Προσοχή χαλκούχα σκευάσματα δεν χρησιμοποιούνται κατά την περίοδο της άνθησης. Σε περιοχές και ποικιλίες που η ασθένεια είναι έντονη πρέπει να γίνονται δύο προληπτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα την περίοδο από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. 

6) Ίσκα

Η μετάδοση της ασθένειας μεταδίδεται κυρίως κατά το κλάδεμα και μάλιστα στις τομές που δημιουργούνται κατά τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου. Η εποχή συγκομιδής του ελαιοκάρπου ταυτίζεται με την περίοδο εμφάνισης των μολυσμάτων (καρποσώματα) και, παράλληλα, διάδοσής τους με την εκτεταμένη χρήση των αλυσοπρίονων με το κλάδεμα της ελιάς. 

Αντιμετώπιση - Καλλιεργητικά μέτρα: Συνιστάται να αποφεύγεται η δημιουργία μεγάλων τομών κλαδέματος κατά τη διάρκεια της συγκομιδής (χρήση αλυσοπρίονου). Προτείνεται κατά το κλάδεμα της εποχής με τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου να αφήνεται «τακούνι». Σε περίπτωση που παρατηρείται προσβολή της τομής κλαδέματος, το «τακούνι» να αφαιρείται κατά το ανοιξιάτικο κλάδεμα. Συνιστάται η απολύμανση των εργαλείων του κλαδέματος. Συνιστάται επίσης η απολύμανση των τομών του κλαδέματος με ειδική πάστα (βορδιγάλειος πάστα). Τα προσβεβλημένα δέντρα να κλαδεύονται ξεχωριστά. Το κλάδεμα να γίνεται όψιμα (άνοιξη) ή σε συνθήκες χαμηλής υγρασίας.

Ζιζανιοκτονία

Κατά το πρώτο και δεύτερο έτος μετά την φύτευση των δενδρυλλίων ελιάς δεν θα πρέπει να γίνεται εφαρμογή ζιζανιοκτόνων. Η καταπολέμησή των ζιζανίων περιορίζεται σε καλλιεργητικές πρακτικές όπως σκαλίσματα γύρω από τα νεαρά δενδρύλλια σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της άνοιξης, καθώς επίσης και άροση μεταξύ των σειρών των δένδρων.

Η διαδικασία γίνεται καλύτερα όταν τα ζιζάνια βρίσκονται ακόμα στο στάδιο των σποροφύτων, αλλά δυσκολεύει όταν το μέγεθός τους είναι μεγάλο. Μικρά χειροκίνητα καλλιεργητικά εργαλεία χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη προσοχή κοντά στο δέντρο για να μειώσουν τις πιθανότητες τραυματισμού  του κορμού, ιδιαίτερα όταν τα δέντρα είναι νεαρά. Τα μηχανικά μέσα που χρησιμοποιούνται στις σειρές των δένδρων περιλαμβάνουν χορτοκοπτικά μηχανήματα, σβάρνες, δισκοσβάρνες, καλλιεργητές, φρέζες. Οι φρέζες είναι περισσότερο αποδοτικές όταν χρησιμοποιούνται σε χαλαρό και όχι πετρώδες έδαφος. 

Η χρήση χειροκίνητων χορτοκοπτικών είναι εφικτή ωστόσο συνιστούν ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μη προκληθούν τραυματισμοί στον κορμό. Ο μηχανικός έλεγχος των ζιζανίων θα πρέπει να επαναληφθεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου, ιδιαίτερα όταν τα ζιζάνια είναι ακόμη νέα. Η κατεργασία του εδάφους θα πρέπει να είναι επιφανειακή για να μην πληγωθούν οι επιφανειακές ρίζες των νεαρών ελαιόδεντρων. Όταν τα ζιζάνια μεγαλώσουν, η αντιμετώπισή τους είναι αρκετά δύσκολη καθώς μπορεί να φράξουν το μηχανολογικό εξοπλισμό.

Ο έλεγχος των ζιζανίων μετά τη φύτευση των δέντρων και πριν την καρποφορία, γίνεται και με την εφαρμογή ενός προ-φυτρωτικού ζιζανιοκτόνου που καλύπτει επιφάνεια τετραγώνου ή κύκλου γύρω από κάθε δέντρο, είτε εφαρμόζεται επί της σειράς των δένδρων. Τα ζιζανιοκτόνα έχουν την ικανότητα να εφαρμοστούν για να ελέγξουν τα ζιζάνια μεταφυτρωτικά.

 

Επιτραπέζιες ελιές 

Οι βασικές ελληνικές επιτραπέζιες ποικιλίες

Αδρόκαρπη: Olea europaea var. Mayor ή prunera. Καλλιεργείται σε όλη την Ελλάδα, το ενδιαφέρον όμως είναι περιορισμένο. Ονομάζεται και Κορομηλολιά, Γαϊδουρολιά, Δαμησκηνάτη, Ισπανική, Παλαμάρα. Ο καρπός είναι πολύ μεγάλος, επιμήκης, μοιάζει με δαμάσκηνο. Χρησιμοποιείται για πράσινη και μαύρη επιτραπέζια ελιά, η οποία όμως έχει μέτρια ποιότητα.

Βασιλικάδα: Olea europaea var. regalis. Καλλιεργείται κυρίως στη Κέρκυρα, στις Ροβιές της Εύβοιας και στη Χαλκιδική. Ονομάζεται και Βασιλική, Ισπανική, Κολοκυθάτη, Ροβιάτικη. Ο καρπός είναι μεγάλος, ωοειδής, χωρίς θηλή. Είναι κατάλληλη για παραγωγή μύρης και πράσινης επιτραπέζιας ελιάς.

Καλαμών: Olea europaea var. Ceraticarpa. Καλλιεργείται κυρίως στη Μεσσηνία, Λακωνία και Αχαΐα. Ονομάζεται και Καλαματιανή, Αετονύχι, Χοντρολιά. Ο καρπός της είναι μεγάλος, κυρτωμένος μονόπλευρα με βάρος μέχρι 6 γραμμάρια. Είναι μια από τις καλύτερες επιτραπέζιες ποικιλίες. Δίνει μαύρες ελιές, χαραχτές, ξιδάτες, ιδιαίτερα κατάλληλες για κονσερβοποίηση.

Καρολιά: Olea europaea var. oblonga. Καλλιεργείται στην Μυτιλήνη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο, με περιορισμένη σημασία. Ονομάζεται και Στραβολιά ή Καρούλα. Ο καρπός είναι μεγάλος και καλλιεργείται για παραγωγή μαύρης και πράσινης επιτραπέζιας ελιάς.

Καρυδολιά: Olea europaea var. Maxima. Καλλιεργείται στην Κέρκυρα, Άμφισσα, Λαμία, Εύβοια, Χαλκιδική, Αττική. Ονομάζεται και Κωνική, Κολυμπάδα, Απολυτή, Καρυδοχαραχτή. Ο καρπός είναι μεγάλος, με δύο ραφές και καταλήγει σε θηλή. Ποικιλία κατάλληλη για παραγωγή μαύρης και πράσινης επιτραπέζιας ελιάς.

Κολυμπάδα: Olea europaea var. Uberina. Γνωστή και ως Καρυδολιά, Κολυμπάτη, Μηλολιά, Στρουμπουλολιά κ.α.. Καλλιεργείται περιορισμένα στην Αττική, Φωκίδα, Κυκλάδες, Μεσσηνία, Εύβοια και αλλού. Ο καρπός είναι μεγάλος, σφαιρικός και το κουκούτσι μεγάλο και λείο.

Κονσερβολιά: Olea europaea var. Rotunda. Καλλιεργείται κυρίως στο Αγρίνιο, Άμφισσα, Άρτα, Εύβοια, Λαμία, Πάτρα, Πήλιο, αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές της χώρας. Ονομάζεται και Αγρινίου, Άμφισσας, Άρτας, Βολιώτικη, Πατρινιά, Χοντρολιά, Στρογγυλολιά κ.α.. Ο καρπός είναι σφαιρικός ή ωοειδής, από τους μεγαλύτερους των ελληνικών ποικιλιών.

Στρογγυλολιά: Olea europaea var. Rubrotunda. Καλλιεργείται κυρίως στη Χαλκιδική. Ονομάζεται και Γαλανή, Πρασινολιά, Στρογγυλοραχάτη, Μηλολιά. Ο καρπός της είναι μεγάλος χωρίς μεγάλης σημασίας. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή πράσινης επιτραπέζιας ελιάς.

Θρουμπολιά: Olea europaea var. Media Oblonga. Είναι μικτή ποικιλία. Χρησιμοποιείται και για παραγωγή λαδιού αλλά και ως επιτραπέζια. Τη συναντάμε κυρίως στη Χίο, Σάμο, Κυκλάδες, αλλά και στην Κρήτη, Αττική, Εύβοια, Θάσο, Ρόδο και αλλού. Ονομάζεται και Θρούμπα, Ξανθολιά, Ρεθυμνιώτικη, Χοντρολιά. Ο καρπός της έχει μέτριο μέγεθος, με μέσο βάρος περίπου τα 3 γραμμάρια. Είναι από τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες στη χώρα μας.

Επιτραπέζια ελιά

Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά

Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά συντελούν σημαντικό ρόλο στην  επιλογή ενός τροφίμου από τον καταναλωτή. Σχετίζονται με την  αξιολόγηση της εμφάνισης, οσμής, γεύσης, υφής μέσω των αισθητήριων οργάνων. Οι ανθρώπινες αισθήσεις είναι οι μόνες ικανές να περιγράψουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά ενός τροφίμου με επιτυχία. Γι’ αυτόν το λόγο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ιδιαίτερη ανάπτυξη στις μεθόδους για την οργανοληπτική αξιολόγηση των τροφίμων.

Το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (ΔΣΕ) ανέλαβε την ανάπτυξη μιας μεθόδου  για την οργανοληπτική αξιολόγηση της επιτραπέζιας ελιάς. Στόχος της είναι η

οργανοληπτική ταξινόμηση των επιτραπέζιων ελιών, με βάση τον βαθμό έντασης των ελαττωμάτων των καρπών, όπως δηλώνονται από μία ομάδα γευσιγνωσίας (επιλεγμένοι και εκπαιδευμένοι δοκιμαστές) . 

Η μέθοδος αναφέρει τα απαραίτητα κριτήρια και τη διαδικασία για την οργανοληπτική αξιολόγηση του αρώματος, της γεύσης και της υφής των επιτραπέζιων ελιών και τα συστηματοποιεί με τελικό σκοπό την ποιοτική κατάταξη της ελιάς σε εμπορικές κατηγορίες ποιότητας. Το πεδίο εφαρμογής της μεθόδου αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον καρπό του καλλιεργούμενου ελαιοδέντρου που έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία και προορίζεται είτε για το εμπόριο (ενδιάμεσο προϊόν) είτε για τελική κατανάλωση ως επιτραπέζιες ελιές.

Σύμφωνα με τη μέθοδο, η γευστική δοκιμή της επιτραπέζιας ελιάς περιλαμβάνει αξιολόγηση των αρνητικών χαρακτηριστικών, που σχετίζονται με εκτροπή από τη φυσιολογική πορεία της ζύμωσης (βουτυρική ζύμωση, zapateria, δυσοσμία), περιγραφικά γευστικά χαρακτηριστικά (αλμυρό, πικρό, ξινό) και, τέλος, ιδιότητες που σχετίζονται με την υφή (σκληρότητα, τραγανότητα, ινώδες). Σκοπός της μεθόδου είναι να ταξινομήσει τις ελιές σε μια κατηγορία ποιότητας, σύμφωνα με τον βαθμό έντασης των ελαττωμάτων (αρνητικών χαρακτηριστικών).

Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά ελιάς

Σχέση καλλιέργειας με ποιότητα τελικού προϊόντος

Η ποιότητα του ελαιολάδου επηρεάζεται από όλα τα στάδια, από την καρπόδεση μέχρι την εξαγωγή και την διακίνησή του. Οι παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στο τελικό προϊόν  είναι η ποικιλία, οι κλιματικές συνθήκες καθώς και το έδαφος. Σημαντικό ρόλο στην ποιότητα του τελικού προϊόντος ακόμη  παίζουν το κλάδεμα, ο χρόνος και ο τρόπος συγκομιδής της ελιάς (συλλογή με ραβδισμό υποβαθμίζει την ποιότητα των επιτραπέζιων ελιών) καθώς και η προσβολή του ελαιοκάρπου από εχθρούς και ασθένειες.

Ο τρόπος με τον οποίο συγκομίζονται οι ελιές επηρεάζει επίσης την ποιότητα. Συλλογή με ραβδισμό υποβαθμίζει την ποιότητα των επιτραπέζιων ελιών.

 

Ελαιοποιήσιμη ελιά

Οι βασικές ελληνικές ελαιοποιήσιμες ποικιλίες

Αγουρομανακολιά: Olea europaea var. Ovalis. Καλλιεργείται στην Αργολίδα, Κορινθία, Αρκαδία, Σπέτσες, Ερμιονίδα. Ονομάζεται και Αγουρομανάκι ή Αγουρομάνακο. Ωριμάζει όψιμα, τέλος Ιανουαρίου με Φεβρουάριο. Η περιεκτικότητα σε λάδι φτάνει στο 25%, το οποίο είναι καλής ποιότητας.

Αδραμυτινή: Olea europaea var.media subrotunda. Καλλιεργείται κυρίως στη Μυτιλήνη, Χίο, Εύβοια και Άνδρο. Γνωστή και ως Αϊβαλιώτικη, Κασδαγλίτισσα, Μυτιληνιά, Φραγκολιά. Οι μήνες ωρίμανσής της είναι Νοέμβριο με Δεκέμβριο. Η περιεκτικότητα σε λάδι αγγίζει το 25% και  έχει εξαιρετικό άρωμα. Σε τοπικό επίπεδο χρησιμοποιείται και για παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς.

Βαλανολιά: Olea europaea var. Pyriformis. Η ποικιλία αυτή συναντάται στη Μυτιλήνη, Χίο και Σκύρο. Ονομάζεται και Μυτιληνιά, Κολοβή και Βαλάνα. Ο καρπός της ωριμάζει όψιμα τους μήνες Φεβρουάριο με Μάρτιο. Η περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι φτάνει το 30%. Παράγει λάδι εξαιρετικής ποιότητας με έντονο άρωμα. Θεωρείται μία από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες.

Κορωνέικη: Olea europaea var. Mastoides. Καλλιεργείται στην Πελοπόννησο, Κρήτη, στα Ιόνια νησιά, στη Δυτική Στερεά, Σάμο, Ικαρία και αλλού. Είναι γνωστή και με τα ονόματα Μικρόκαρπη, Ψιλολιά, Λιανολιά, Κορώνη, Βάτσικη, Ασπρολιά. Είναι πρώιμη ποικιλία. Η ωρίμανσή της αρχίζει από τον Οκτώβριο έως τέλος Δεκέμβρη. Η περιεκτικότητα σε λάδι φτάνει το 22%. Θεωρείται από τις σημαντικότερες ελληνικές ελαιοποιήσιμες ποικιλίες.

Κουτσουρελιά: Olea europaea var. Microphylla. Καλλιεργείται στην Αιγιαλεία, Κορινθία, Αιτωλοακαρνανία. Είναι γνωστή και με τα ονόματα Λαδολιά, Λιανολιά ψιλή ή χοντρή, Πατρινή, Κουρτελιά. Ωριμάζει τον μήνα Νοέμβριο. Η περιεκτικότητα σε λάδι φτάνει το 24%. Το λάδι που παράγει είναι μέτριας ποιότητας.

Λιανολιά Κέρκυρας: Olea europaea var. Craneomorpha. Καλλιεργείται στα Ιόνια Νησιά και στα παράλια της Ηπείρου. Ονομάζεται και Δαφνόφυλλη, Στριφνολιά, Νερολιά, Σουβλολιά, Πρεβεζάνα, Μερολιά, Λαδολιά, Κορφολιά και Κορφιάτικη. Είναι όψιμη ποικιλία και ο καρπός ωριμάζει την άνοιξη. Η περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι φτάνει το 20%. Το λάδι που παράγει είναι άριστης ποιότητας.

Μεγαρίτικη: Olea europaea var. Argentata. Καλλιεργείται κυρίως στην Αττική και στη Βοιωτία. Ονομάζεται και Λαδολιά, Περαχωρίτικη, Βοβώδικη, Χοντρολιά. Ωριμάζει τον Νοέμβριο με Δεκέμβριο. Ο καρπός της χρησιμοποιείται και για παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς μαύρης και πράσινης. Η περιεκτικότητα σε λάδι κυμαίνεται από 20-29%.

Μυρτολιά: Olea europaea var. Microcarpa subrotunda. Καλλιεργείται κυρίως στη Λακωνία, γνωστή και ως Σμερτολιά ή Μουρτολιά. Η περιεκτικότητα σε λάδι φτάνει το 25% και έχει καλής ποιότητα..

Τσουνάτη: Olea europaea var. Mamilaris. Καλλιεργείται στο Ρέθυμνο, Χανιά, Λακωνία και Μεσσηνία. Ονομάζεται και Μαστοειδής, Μαστολιά, Ματσολιά και Μουρατολιά. Ο καρπός ωριμάζει τους μήνες Δεκέμβριο με Ιανουάριο. Η περιεκτικότητα σε λάδι μπορεί να φτάσει το 25%. Το λάδι που παράγεται είναι πολύ καλής ποιότητας.

Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά

Τα Οργανοληπτικά Χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν κυρίως τη γεύση, το άρωμα και γενικά τις οσμές του ελαιόλαδου. Η αξιολόγησή τους γίνεται με την ανθρώπινη γευστική δοκιμασία από ειδικούς γευσιγνώστες, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδικασία η οποία έχει οριστεί από το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου.  Κατά την οργανοληπτική αξιολόγηση (Λαζαράκη, 2003) εκτιμώνται οι θετικές και οι αρνητικές ιδιότητες.

(α) Οι θετικές ιδιότητες είναι κυρίως το φρουτώδες, το πικρό και το πικάντικο.

- Το φρουτώδες αποτελεί συνδυασμό γευστικό-οσφραντικών αισθήσεων που προέρχονται από υγιείς, φρέσκες ελιές ώριμες ή άγουρες. Γίνεται αντιληπτό είτε από τη μύτη είτε από το πίσω μέρος αυτής και εξαρτάται από την ποικιλία της ελιάς. Το Φρουτώδες είναι η πλέον σημαντική ιδιότητα η οποία καθορίζει την κατάταξη του ελαιολάδου σε « εξαιρετικό ή παρθένο»  Επίσης η γεύση φρέσκου φρούτου που προσδίδει στο ελαιόλαδο το φρουτώδες, αποτελεί βασικό κριτήριο αξιολόγησης σε διαγωνισμούς ποιότητας διακρινόμενο σε έντονο, μεσαίο και ελαφρό. 

- Το πικάντικο προσδίδει μια πιπεράτη αίσθηση στο λαιμό ε που παρατηρείται στην αρχή της περιόδου κυρίως σε λάδια από ανώριμες ελιές που ονομάζονται «αγουρέλαια» και οφείλεται στην δράση φαινικών ουσιών πάνω στην άκρη του τριδύμου νεύρου. Η αίσθηση αυτή εξαλείφεται λίγα δευτερόλεπτα μετά την γεύση.

- Το πικρό αποτελεί χαρακτηριστική γεύση που προέρχεται από καρπούς πράσινους ή πρασινωπούς και μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ευχάριστη ανάλογα με την έντασή της. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θεωρείται ελάττωμα

(β) Οι αρνητικές ιδιότητες είναι κυρίως το ατροχάδο (που εμφανίζεται κυρίως σε Ισπανικά ελαιόλαδα), η μούχλα, η μούργα, το κρασάτο, το μεταλλικό, το ταγκό, το καμμένο, το άχυρο-ξύλο, το παχύ, τα λιπαντικά, τα απόνερα, η άλμη, το σπάρτο, η χωματίλα, το σκουλήκι, το αγγούρι κ.α. Στα ελαιόλαδα της Κρήτης τέτοιου είδους ιδιότητες δεν εμφανίζονται.  Η αναφορά υπάρχει στις μεθοδολογίες του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου και προέρχεται από ελαιόλαδα άλλων περιοχών.

Σχέση καλλιέργειας με ποιότητα τελικού προϊόντος

Η ποιότητα του ελαιολάδου επηρεάζεται από όλα τα στάδια, από την καρπόδεση μέχρι την εξαγωγή και την διακίνηση του. Ο σχηματισμός του ελαιολάδου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως είναι ι η ποικιλία, οι κλιματικές συνθήκες καθώς και το έδαφος. Επίσης η ηλιοφάνεια αυξάνει τα αρωματικά συστατικά του ελαιολάδου. Σημαντικό ρόλο στην ποιότητα του ελαιολάδου παίζει επίσης το κλάδεμα,  ο χρόνος και ο τρόπος συγκομιδής της ελιάς καθώς και η προσβολή του ελαιοκάρπου από εχθρούς και ασθένειες.

Μετά τη συγκομιδή οι ελιές αποθηκεύονται σε σάκους και οδηγούνται στα ελαιοτριβεία. Τα σακιά πρέπει να έχουν οπές για να αερίζεται ο καρπός και να μην υποβαθμίζεται η ποιότητα του ελαιολάδου.

Ο καρπός στα ελαιουργεία όσο  περισσότερο μένει τόσο πιο πολύ υποβαθμίζεται η ποιότητα του ελαιολάδου που θα παραχθεί. Γι’ αυτό μετά την συγκομιδή απαιτείται η επεξεργασία του καρπού όσο το δυνατόν γρηγορότεραι.

Τέλος,η αλλοίωση της ποιότητας του ελαιολάδου μπορεί να οφείλεται και στις συνθήκες ελαιοποίησης ( θερμοκρασία κ.λπ.) Έτσι θερμοκρασία του νερού μεγαλύτερη από 25 βαθμούς.

Συντήρηση

Το ελαιόλαδο θα πρέπει να φυλάσσεται σε δοχεία από ανοξείδωτο χάλυβα και σε χώρο (αποθήκη) καθαρό και σκοτεινό, στον οποίο η θερμοκρασία να κυμαίνεται  γύρω στους 10 - 15°C (όχι, πάντως, πάνω από 25°C). Συστήνεται  να μην το μεταγγίζουμε (αναμοχλεύουμε), έτσι ώστε η έκθεσή της στο οξυγόνο  να είναι όσο το δυνατόν λιγότερη. Η απομάκρυνση της μούργας απαιτείται να γίνεται κάθε 2 με 3 μήνες μέσω βάνας στο πυθμένα του δοχείου και ο καθαρισμός των δοχείων αποθήκευσης να γίνεται με ανθρακική σόδα ή άλλα εγκεκριμένα υλικά.

 

Ελιά ως επένδυση

Για την παραγωγή ελαιολάδου ο αγρότης οφείλει να είναι υπομονετικός, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ελαιόδεντρα έχουν καλές αποδόσεις μετά το 5ο ή 6ο έτος της ζωής τους. . Αυτό σημαίνει ότι εάν ένας αγρότης επιλέξει και φυτεύσει νεαρά δέντρα ηλικίας 2-3 ετών, τότε αναμένει κάποια μέση απόδοση περίπου 2-4 χρόνια μετά την εγκατάσταση και την έναρξη της δραστηριότητας. Επιπλέον, όπως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα καρποφόρα δέντρα, χρειαζόμαστε οικονομίες κλίμακας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχουμε αξιοσημείωτο κέρδος και να ζήσουμε αποκλειστικά από την καλλιέργεια 30 ή 50 ελαιόδεντρων, διότι τα πάγια έξοδα θα φτάσουν σίγουρα (εάν δεν υπερβαίνουν) τα κέρδη. Ο ελάχιστος αριθμός δέντρων που παρέχουν καλό εισόδημα και εξασφαλίζουν κερδοφορία και βιωσιμότητα της επένδυσης κυμαίνεται από χώρα σε χώρα. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι ένας ελαιώνας 10 στρεμμάτων (10.000 τετραγωνικά μέτρα) με 300 δέντρα είναι μια καλή αρχή.

Τιμές/Οικονομικά στοιχεία/Τάσεις

Η καλλιέργεια της ελιάς στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 87,21% των δενδρωδών καλλιεργειών. Η Ελλάδα ως ελαιοπαραγωγός χώρα κατατάσσεται στη πέμπτη θέση στο κόσμο, μετά την Τουρκία και το Μαρόκο. Σε παγκόσμια κλίμακα είναι η πρώτη στην παραγωγή μαύρων ελιών και η τρίτη στην παραγωγή ελαιόλαδου. Στο έδαφός της καλλιεργούνται περισσότερα από 132 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, από τα οποία παράγονται περίπου 350.000 τόνοι ελαιολάδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% ανήκει στην κατηγορία εξαιρετικά παρθένο. Επιπλέον μπορεί να καλλιεργηθούν  περίπου 21 εκατομμύρια δέντρα για την παραγωγή επιτραπέζιων ελιών.

Νέες φυτεύσεις

Επαναφύτευση Ελαιώνων στα Επιχειρησιακά Προγράμματα Εργασίας Οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων (ΟΕΦ) Είδος παρέμβασης ORCHA(47(2)(d)) - αναφύτευση οπωρώνων ή ελαιώνων θα μπορεί να γίνει όπου απαιτείται, κατόπιν υποχρεωτικής εκρίζωσης για υγειονομικούς ή φυτοϋγειονομικούς λόγους, καθ’ υπόδειξη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους ή για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.   

Μέσω της παρέμβασης παρέχονται ενισχύσεις για την επαναφύτευση/ αντικατάσταση σε ένα ελαιώνα μεμονωμένων μη παραγωγικών ελαιόδεντρων με νέα προμηθευόμενα δενδρύλλια ελιάς.

Πρέπει να είναι κατηγορίας «πιστοποιημένου» ή «υλικού CAC Conformitas Agragria Communitatis)» (Ελαχίστων Κοινοτικών Προδιαγραφών) ποικιλιών ελιάς εγγεγραμμένων στον εθνικό κατάλογο ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (εθνικό μητρώο) ή στο ενωσιακό μητρώο ποικιλιών οπωροφόρων δένδρων.

Για την ενεργοποίηση της δράσης απαιτείται η έκδοση σχετικής απόφασης για την αναφύτευση και EL 674 EL υποχρεωτική εκρίζωση από την αρμόδια εθνική αρχή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προσκόμιση παραστατικού προμήθειας των δενδρυλλίων ελιάς και των επίσημων ετικετών σήμανσης και του συνοδευτικού εγγράφου των πιστοποιημένων δενδρυλλίων ελιάς ή του συνοδευτικού εγγράφου του προμηθευτή για το υλικό CAC, όπως προβλέπεται στην αριθ. 2956/120334/04-11-2016 υπουργική απόφαση (Β΄ 3578).

Η παρέμβαση εξυπηρετεί τον Ειδικό Στόχο 1: Στήριξη του βιώσιμου εισοδήματος γεωργικής εκμετάλλευσης και της ανθεκτικότητας του γεωργικού τομέα σε ολόκληρη την Ένωση, για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης επισιτιστικής ασφάλειας και της γεωργικής ποικιλότητας, καθώς και για τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας της γεωργικής παραγωγής στην Ένωση προστατεύοντας το εισόδημα των παραγωγών.

Όχι πάνω από το 20% των συνολικών δαπανών η επιδότηση

Ενδεικτικά κριτήρια επιλογής είναι ο βαθμός καθετοποίησης του ΟΕΦ, η παραγωγή ΠΟΠ, ΠΓΕ και βιολογικών προϊόντων, ο βαθμός εξωστρέφειας, η οικονομική δυναμικότητα του ΟΕΦ, ο αριθμός των μελών, ο όγκος και η αξία παραγωγής που εμπορεύεται, το ποσοστό συμμετοχής των μελών που συμμετέχουν σε echo -schemes και αγροπεριβαλλοντικά μέτρα. 

Σύμφωνα  με το Άρθρο 16 του εφαρμοστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2021/ΧΧΧΧ: - Κατά την εφαρμογή των δράσεων αναφύτευσης ελαιώνων μετά από υποχρεωτική εκρίζωση για υγειονομικούς ή φυτοϋγειονομικούς λόγους ή για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, διασφαλίζει, θα πρέπει οι δικαιούχοι συμμορφώνονται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Οι δαπάνες για αναφύτευση ελαιώνων δεν θα υπερβαίνουν το 20% των συνολικών δαπανών στο πλαίσιο κάθε επιχειρησιακού προγράμματος.

Εξοπλισμός

Ελαιόδιχτα Ιταλίας: τα στρώνουμε γύρω γύρω από το δέντρο ώστε να μην χάνουμε τις ελιές ύστερα από το τίναγμα με τις ράβδους. Τα μεγέθη ποκίλουν και  απευθύνονται τόσο σε επαγγελματίες όσο και ερασιτέχνες παραγωγούς.

Οι Ελαιοραβδιστικοί Πάγκοι (ή πάγκοι ραβδίσματος της ελιάς) προσφέρονται για την γρήγορη και αποδοτική συλλογή των ελιών εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο και μειώνοντας το κόστος μαζέματος του ελαιοκάρπου για τον παραγωγό.

Διατίθενται σε ποικίλα μοντέλα και τιμές και ενδείκνυνται τόσο για τον αγρότη όσο και για τον ερασιτέχνη καλλιεργητή.

Ελαιοραβδιστικά - Ελαιοραβδιστικές Βέργες:  Βενζινοκίνητα ελαιοραβδιστικά, ηλεκτρικά και μπαταρίας, για το γρηγορότερο, αποτελεσματικότερο αλλά και οικονομικότερο μάζεμα των καρπών της ελιάς.Τα μοντέλα των ελαιοραβδιστικών μηχανημάτων είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν  τόσο από τον αγρότη ελαιοπαραγωγό όσο και από τον ερασιτέχνη ελαιοκαλλιεργητή. 

Κονταροπρίονο Βενζίνης ή ηλεκτρικό

Διαχωριστήρας Ελαιοκάρπου ΑΧ-2003 Βαρέως Τύπου

Συγκομιδή Ελαιοκάρπου μεγάλης απόδοσης, άριστος διαχωρισμός ελαιοκάρπου με μηδενικές απώλειες, στιβαρή κατασκευή, με ρουλεμάν ευρωπαϊκής παραγωγής.

 

Τεχνολογία στην ελιά

Μέθοδοι έξυπνης γεωργίας στην ελιά

Η γεωργία ακριβείας στην ελιά μπορεί να συμβάλει στην βελτίωση της παραγωγής φιλικά προσκείμενα προς το περιβάλλον, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της. Οι κυριότεροι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι:

  • μετεωρολογικοί σταθμοί
  • χαρτογράφηση θέσης δέντρων με GPS
  • χαρτογράφηση παραγωγής
  • φωτογραφίες μέσω δορυφόρου ή drone

Πρώτα και κύρια, ένας μετεωρολογικός σταθμός μπορεί να αποβεί πολύ σημαντικός για την ελιά, καθώς  ο αγρότης μπορεί να λαμβάνει δεδομένα ακόμα και στο κινητό του για τον καιρό και το περιβάλλον στον αγρό, όπως την υγρασία του εδάφους, την ταχύτητα του αέρα, τη θερμοκρασία, κλπ.

Μία άλλη μέθοδος είναι η χαρτογράφηση του αγρού, της θέσης των δέντρων δηλαδή, καθώς μιλάμε για αειθαλής καλλιέργεια το οποίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Αυτό γίνεται είτε με τη βοήθεια δορυφορικών φωτογραφιών, είτε ακόμα καλύτερα μέσω φωτογραφιών που τραβήχτηκαν από drone (εναέρια, μη επανδρωμένα μέσα) με απλές, υπερφασματικές ή θερμικές κάμερες. Ακόμα μπορούν να δημιουργηθούν χάρτες παραγωγής και ανθοφορίας για μία καλύτερη εικόνα του αγρού. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την χαρτογράφηση που έχει επέλθει με τηλεσκοπικά μέσα, μπορούν να είναι χρήσιμα με το κατάλληλο πρόγραμμα (software) όπως για παράδειγμα το GIS, λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία δεδομένων και χαρτών, συνδυαστικά με τη χαρτογράφηση που έχει γίνει έχοντας ένα GPS ικανό για να ελέγχει την ακριβή τοποθεσία.

Τα drones και τα επίγεια μέσα όμως, μπορούν να φανούν χρήσιμα και σε καλλιεργητικές εργασίες. Οι ψεκασμοί μπορούν να εφαρμοστούν μέσω αυτών ώστε να μην υπάρχει μεγάλο ποσοστό απορροών, σαφώς ακολουθώντας πάντα τα πρότυπα και κανονισμούς για τους ψεκασμούς. Με τη χρήση ενός drone δεν υπάρχει αντίστοιχη διασπορά, όπως σε ένα τυπικό ψεκαστικό μηχάνημα κάνοντας τον ψεκασμό πιο ακίνδυνο και ευκολότερο, καθώς ο χειρισμός του γίνεται από απόσταση. Ακόμα μέσω των κατάλληλων αισθητήρων μετρώνται οι δείκτες βλάστησης (πχ. NDVI και NDRE). Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος της παραγωγής με πρόβλεψή της και συνάμα έλεγχο για πιθανές ελλείψεις στη λίπανση ή την άρδευση, όπως και για την ύπαρξη ασθενειών και ζιζανίων. Επίσης, μπορεί να βοηθήσει στις στοχευμένες εισροές ώστε να μην είναι η καλλιέργεια οικονομικά και περιβαλλοντικά ασύμφορη.

Τέλος, ένα χρήσιμο εργαλείο στην γεωργία ακριβείας είναι η μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του εδάφους. Με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουμε τη μεταβλητότητα του εδάφους, έχοντας πληροφορίες βασικές για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να επέμβουμε με τις διάφορες εισροές (πχ. άρδευση), όπως το πορώδες αλλά και την αλατότητα του εδάφους.

Η συλλογή όλων αυτών των δεδομένων μπορεί να αποθηκευτεί στο λεγόμενο Internet of Things, όπου σε βρίσκονται βάσεις δεδομένων με τα εκάστοτε χαρακτηριστικά της καλλιέργειας, στην προκειμένη περίπτωση της ελιάς, προκειμένου να ειδοποιείται ο αγρότης, σύμφωνα και με παλαιότερα δεδομένα δικά του, ή αγροτών της ίδιας περιοχής, για το ποιες αποφάσεις πρέπει να λάβει ώστε να επέμβει στο χωράφι του έγκαιρα και χωρίς υπερβολές.

Ματιά στο εξωτερικό

Με σταθερούς ρυθμούς αύξησης, τα drone κατακλύζουν την γεωργία και η ελιά δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Κατά το 2018, στην Γαλλία ένας στόλος απο drone χρησιμοποιήθηκαν για τον εντοπισμό και στη συνέχεια καταπολέμηση του Xylella fastidiosa , βακτήριο επικίνδυνο για καλλιέργειες όπως η ελιά, αμυγδαλιά και κερασιά το οποίο βασανίζει εκατοντάδες αγρότες ανά τη Μεσόγειο. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Ιταλία τέσσερα χρόνια αργότερα. Μέσω υπερφασματικών καμερών που είναι ενσωματωμένες στα drone, εντοπίζονται τα εκτεθειμένα δέντρα στο εν λόγω βακτήριο. Στόχος είναι να καταπολεμηθεί νωρίτερα από έναν γεωπόνο, ο οποίος χρειάζεται έως και 14 μήνες ώστε να εντοπίσει το πρόβλημα στο δέντρο, μιας και αργούν να εμφανιστούν τα πρώτα οπτικά σημάδια. Στην Ανδαλουσία της Ισπανίας, τα drones συμμετέχουν πιο ενεργά στην ελαιοπαραγωγή καθώς βοηθούν στην χαρτογράφηση της παραγωγής ώστε να βελτιωθεί η ακρίβεια των επεμβάσεων στον αγρό.

 

Για τον ερασιτέχνη

Δέντρα ελιάς

Πώς γίνεται η καλλιέργεια της ελιάς σε γλάστρα; 

Η ανάπτυξή της μπορεί να γίνει:

  • Στην αυλή ή στο μπαλκόνι:

Απαιτεί φωτεινή θέση, καλύτερα ημισκιερή προστατευμένη από τον αέρα και την παγωνιά.

  • Σε εσωτερικό χώρο:

Απαιτεί φωτεινή θέση με καλό αερισμό, μακριά από θερμαντικά σώματα, από ψυχρά και θερμά ρεύματα, καθώς και από τα τζάμια.

Πώς γίνεται η φύτευση της ελιάς;

  1. Χρησιμοποίησε μια μεγάλη στρογγυλή  γλάστρα, διαμέτρου τουλάχιστον 40-50 εκατοστά, με τρύπα αποστράγγισης στον πάτο ώστε το νερό να φευγει.
  2. Προτείνεται να τοποθετήσεις στη βάση ένα λεπτό στρώμα από χαλίκια ή σπασμένο κεραμίδι για να στραγγίζει το νερό.
  3. Χρησιμοποίησε ένα ελαφρύ εδαφικό μείγμα που να περιέχει περλίτη και ελαφρόπετρα για να εξασφαλίσεις καλή αποστράγγιση και ικανοποιητικό αερισμό για την ανάπτυξη της ρίζας.

Πώς γίνεται το κλάδεμα της ελιάς;

Με τη διαδικασία αυτή  αναπτύσσεται κάθε χρόνο ικανοποιητική βλάστηση της ελιάς, η οποία τον επόμενο χρόνο θα καρποφορήσει. Επίσης ελέγχεται και το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας. Το βαρύ κλάδεμα γίνεται αμέσως μετά τη συγκομιδή με την αφαίρεση των κλαριών που έδωσαν παραγωγή, και του χρόνου θα είναι άδειες. Ελαφρύ κλάδεμα γίνεται την άνοιξη. Η ελιά καρποφορεί σε βλάστηση ενός έτους. 

Τι ανάγκες έχει η ελιά σε πότισμα;

Η άρδευση των δέντρων της ελιάς συστήνεται να γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες.Ποτίζουμε μια φορά τις 10-15 ημέρες. Η διάρκεια του ποτίσματος εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους, την ηλικία των δέντρων και τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής.

Πώς γίνεται η λίπανση στην ελιά;

Η βασική λίπανση πραγματοποιείται τους μήνες Δεκέμβρη και Φλεβάρη, ωστόσο μπορεί να γίνει και τους καλοκαιρινούς μήνες με την προϋπόθεση οι ελιές να αρδεύονται.  . Πριν από οποιαδήποτε επέμβαση πολύ σημαντικό  να έχει προηγηθεί ανάλυση του εδάφους

Διαφυλλικοί ψεκασμοί μπορούν να γίνουν σε όλη τη διάρκεια του έτους με διάφορα σκευάσματα. Η λίπανση αυτή δεν αντικαθιστά τη βασική λίπανση της ελιάς που είναι πολύ σημαντική.

Αν θέλουμε να λιπάνουμε βιολογικά , η ενσωμάτωση χωνεμένης κοπριάς κάθε 2-3 χρόνια δίνει σημαντικά αποτελέσματα.  Επιπλέον κυκλοφορούν και σύμμεικτα λιπάσματα με χρήση στη βιολογική γεωργία.   

 

Μάθε περισσότερα για την ελιά

Πηγές - Βιβλιογραφία

  1. Το βιβλίο της Ελιάς, Richard Fooks,

  2. Μ.Ε. Τζανακάκης – Β.Ι. Κατσόγιαννος (2003) Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου.

  3. Βιβλίο Ελαιοκομία Ιωάννης Ν. Θέριος 

  4. Οδηγίες ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας στην καλλιέργεια της ελιάς

  5. Precision Oliviculture: Research Topics, Challenges, and Opportunities—A Review

 

2024 Agroclica, All rights reserved