Ο δάκος (Bactrocera oleae) είναι υπεύθυνος για σημαντικές απώλειες στην παγκόσμια παραγωγή καθώς και για την ποιοτική υποβάθμιση των παραγόμενων προϊόντων όπως οι επιτραπέζιες ελιές και το ελαιόλαδο. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υιοθετηθούν στρατηγικές καταπολέμησής του φιλικές προς το περιβάλλον οι οποίες να μπορούν να εφαρμοστούν με επιτυχία και στους βιολογικούς ελαιώνες, στους οποίους η αντιμετώπισή του έχει γίνει πολύ δύσκολη λόγω της τρέχουσας νομοθεσίας. Γι’ αυτό γίνονται πειράματα για τον προσδιορισμό της δράσης, ακόμα και όταν εφαρμόζονται συνδυαστικά, καολίνη και spinosad (σπινοσάντ), μειώνοντας το κόστος εφαρμογής και περιορίζοντας τις ανάγκες για ψεκασμούς με επιβλαβή για την υγεία, συνθετικά εντομοκτόνα. 

Κυριότερες ζημιές από τον δάκο

Οι άμεσες ζημιές από τον δάκο στον καρπό της ελιάς οφείλεται στις προνύμφες του οι οποίες τρέφονται με τη σάρκα των καρπών, με αποτέλεσμα ποσοτικές (πρόωρη καρπόπτωση και καταστροφή του ενδοκαρπίου) και ποιοτικές (αύξηση των επιπέδων οξύτητας και υπεροξειδίου και μείωση των πολικών φαινολών) απώλειες. Σε ορισμένες περιπτώσεις έντονων προσβολών μάλιστα η παραγωγή γίνεται να μειωθεί μέχρι και κατά 80% για τις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες και έως και 100% για τις καλλιέργειες ελιάς που προορίζονται για παραγωγή επιτραπέζιων ελιών. Οι έμμεσες ζημιές προκαλούνται από τα ενήλικα άτομα του δάκου, όπως για παράδειγμα η αύξηση των προσβολών από το γλοιοσπόριο. Είναι μονοφάγο είδος που τρέφεται αποκλειστικά με καρπούς του γένους Olea sp., ενώ ο κύριος ξενιστής του είναι το O. europaea.

Μέθοδοι αντιμετώπισης του δάκου 

Με την εμφάνιση των συνθετικών εντομοκτόνων, η διαχείριση του δάκου βασίστηκε κυρίως στη χρήση οργανοφωσφορικών αλάτων με ψεκασμούς κάλυψης και δολωματικούς ψεκασμούς (π.χ. dimethoate και fenthion), ενώ πιο πρόσφατα αυξήθηκε η χρήση πυρεθροειδών κυρίως λόγω απόσυρσης της πλειοψηφίας των δραστικών ουσιών που χρησιμοποιούνταν για την καταπολέμηση του δάκου από την αγορά. Ωστόσο, η ανάπτυξη μηχανισμών ανθεκτικότητας στις δραστικές, καθώς και οι αρνητικές επιπτώσεις αυτών των ουσιών στην ανθρώπινη υγεία, λόγω της παρουσίας υπολειμμάτων στο λάδι, προκάλεσαν αρκετές ανησυχίες με αποτέλεσμα την απαγόρευση πολλών εντομολογικών σκευασμάτων παγκοσμίως. 

Παράδειγμα τέτοιου εντομοκτόνου που χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά στους ελαιώνες για την καταπολέμηση του δάκου είναι το dimethoate, το οποίο δεν πήρε ανανέωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1090, αφού δεν ήταν δυνατό να αφαιρεθεί ένας από τους κύριους μεταβολίτες του και το μεθοϊκό που είναι μεταλλαξιογόνος παράγοντας και συνιστά τοξική ουσία. Επίσης, άλλος ένας παράγοντας ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην απαγόρευση του dimethoate έχει να κάνει με το γεγονός πως δεν διαθέτει εκλεκτικό μηχανισμό δράσης και είναι επικίνδυνο για τα θηλαστικά και τα αρθρόποδα που δεν είναι στόχος (συμπεριλαμβανομένων των μελισσών). 

Εναλλακτικές μέθοδοι αντιμετώπισης του δάκου

Η ανάγκη για επιλογή εναλλακτικών μεθόδων ελέγχου σημαντικών εχθρών όπως ο δάκος με τις ελάχιστες δυνατές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, σύμφωνα και με τις επιταγές της νέας ΚΑΠ, γίνεται επομένως μια σοβαρή πρόκληση για την ελαιοκομία. Η ανάπτυξη αποτελεσματικών συστημάτων και μεθόδων καταπολέμησης του δάκου είναι ιδιαίτερα σημαντική ειδικά στους βιολογικούς ελαιώνες. 

Στη μεσογειακή αγορά η παραγωγή βιολογικού ελαιολάδου διατηρείται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα. Παράγοντες όπως ο μικρός αριθμός πιστοποιημένων ελαιοτριβείων για την παραγωγή βιολογικού ελαιολάδου, καθώς και η ύπαρξη εχθρών και ασθενειών δύσκολων στην αντιμετώπιση με τη χρήση των βιολογικών μέσων που είναι διαθέσιμα στους παραγωγούς, σήμερα έχει οδηγήσει στην αναγνώριση κυρίως των ελαιολάδων που φέρουν ετικέτες, λόγω της μειωμένης ύπαρξης ελαιοτριβείων που πληρούν τις προϋποθέσεις για βιολογική παραγωγή και στη γενικότερη δυσκολία αντιμετώπισης των εχθρών και ασθενειών με βιολογικά μέσα. Συνεπώς, εάν ο δάκος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, ο κίνδυνος για οργανοληπτικά ελαττώματα λόγω χημικών αλλαγών στη σύνθεση του λαδιού είναι υψηλός. 

Για τον λόγο αυτό, τα εντομοκτόνα φυτικής προέλευσης και τα βιολογικά εντομοκτόνα αποκτούν όλο και περισσότερο ενδιαφέρον λόγω του γεγονότος πως είναι φιλικά προς το περιβάλλον και επιτρέπεται η χρήση τους στη βιολογική ελαιοκαλλιέργεια. Εξαίρεση σε αυτήν την περίπτωση αποτελεί η ροτενόνη, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως και κατά του δάκου, παρά τη φυσική της προέλευση, έχει αποκλειστεί από τον κατάλογο των προϊόντων που επιτρέπονται στη βιολογική γεωργία στην Ευρώπη (Παράρτημα Ι της Οδηγίας 91/414/2008 της ΕΕ) λόγω της υψηλής τοξικότητας στα ψάρια και τις μέλισσες. 

Μεταξύ των φυσικών αλάτων, το spinosad, μια περιβαλλοντικά ασφαλής δραστική ουσία με ελκυστική και εντομοκτόνο δράση, που λαμβάνεται από το βακτήριο Saccharopolyspora spinosa μέσω ζύμωσης, έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του σε δεκάδες καλλιέργειες για τον έλεγχο πολλών παρασιτικών εντόμων, συμπεριλαμβανομένου του δάκου. Είναι ένα μείγμα από spinosyns (A και D) που μεταβάλλουν τις λειτουργίες του νικοτινικού και του αμινοβουτυρικού οξέος, ενεργώντας κυρίως με την κατάποση της δραστικής από το έντομο. Ωστόσο, στα ολοκληρωμένα προγράμματα διαχείρισης εχθρών και ασθενειών, είναι πλέον σαφής η ανάγκη συνδυασμού πολλών μεθόδων προκειμένου να μειωθεί η ποσότητα του προϊόντος που εφαρμόζεται και να αποτραπεί η εμφάνιση φαινομένων όπως η αντοχή στα εντομοκτόνα και η τοξικότητα για οργανισμούς που δεν αποτελούν στόχο. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια εναλλακτική προσέγγιση με καλά αποτελέσματα μπορεί να βασίζεται στην ολοκληρωμένη χρήση μη εντομοκτόνων μεθόδων ελέγχου για το έντομο - στόχο. Η χρήση ειδικών μεμβρανών αδρανών σωματιδίων είναι μια σχετικά νέα μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των εχθρών και ασθενειών στις καλλιέργειες τροφίμων που επιτρέπεται στη βιολογική γεωργία. Όταν οι καλλιέργειες ψεκάζονται με υδρόφοβα σωματίδια, δημιουργείται ένα προστατευτικό φιλμ που προστατεύει το φυτό από τους εχθρούς. Από αυτή την άποψη, ο καολίνης είναι ένα λευκό, λεπτόκοκκο και αδρανές αργιλοπυριτικό ορυκτό που έχει τέτοιο μέγεθος ώστε να διασκορπίζεται εύκολα στο νερό και να δημιουργεί ένα φιλμ σωματιδίων στην επιφάνεια της βλάστησης η οποία εμποδίζει την ωοτοκία και τη διατροφή των εντόμων με το φυτό. Ταυτόχρονα, μειώνει σημαντικά την κινητικότητα των εντόμων, καθώς προσκολλώνται σωματίδια στο σώμα τους. 

Εξειδικευμένα πειράματα στο δάκο, έχουν αποδείξει ότι ο καολίνης όταν χρησιμοποιείται σωστά μπορεί να έχει την ίδια προστατευτική δράση με το dimethoate και παρέχει υψηλότερο βαθμό προστασίας από τον χαλκό σε υψηλά επίπεδα προσβολής. Οι ενώσεις με βάση τον χαλκό επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται, με ορισμένους περιορισμούς στη βιολογική γεωργία και συνήθως χρησιμοποιούνται στην ολοκληρωμένη και συμβατική διαχείριση ασθενειών. Παρά την αποτρεπτική του δράση, καθώς τα έντομα απομακρύνονται μετά την επαφή, ο καολίνης δεν περιλαμβάνεται στις αντιπαρασιτικές ουσίες, αλλά έγινε δεκτός ως βιοδιεγερτικό στη νομοθεσία για τα βιολογικά προϊόντα.

Μελέτες στις χώρες της Μεσογείου απέδειξαν επίσης ότι ο συνδυασμός καολίνη και spinosad δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις στους γηγενείς φυσικούς ανταγωνιστές του δάκου, δημιουργώντας προοπτικές για τη διερεύνηση στρατηγικών ολοκληρωμένης διαχείρισης παρασίτων για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Έτσι, ανοίγει ο δρόμος για την κάλυψη της ανάγκης για εναλλακτικές λύσεις αντικατάστασης των αποσυρόμενων παραδοσιακών φυτοφαρμάκων που εφαρμόζονται κατ’ εξοχήν στη συμβατική ελαιοκομία.