Ροδακινιά

Γενικά


Η ροδακινιά (Προύνος ή Προύμνη η περσική (Prunus persica) είναι οπωροφόρο, φυλλοβόλο δέντρο και έχει καταγωγή από την Κίνα, όπου θεωρείται σύμβολο της αθανασίας. Ανήκει στην οικογένεια Ροδίδες (Rosaceae). Ευρωπαϊκές χώρες που παράγουν σημαντικές ποσότητες ροδάκινων είναι η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία. 


Στην Ελλάδα


Η Ελλάδα παράγει ετησίως από 300.000-1.000.000 τόνους, εξαρτώμενη, όπως είναι προφανές, από τους ανοιξιάτικους παγετούς. Η Ελλάδα παράγει λίγα νεκταρίνια, κανονικές προς μέτριες ποσότητες επιτραπέζιων ροδάκινων (και οι φυτεύσεις αυξάνονται ταχύτατα) και ο βασικός όγκος της παραγωγής είναι συμπύρηνα ροδάκινα που προορίζονται για κονσερβοποίηση αφού η χώρα αποτελεί την μεγαλύτερη εξαγωγό χώρα κομπόστας ροδάκινου στον κόσμο. 

Κατέχει την 5η θέση στον κόσμο εξαγωγής ροδάκινων και την 3η θέση στην Ευρώπη. Κκαλλιεργείται ευρέως στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στους νομούς Ημαθίας και Πέλλης. Τελευταία γίνεται μια προσπάθεια παραγωγής ροδάκινων εκτός εποχής στη Δυτική Πελοπόννησο.

 


Βοτανικά χαρακτηριστικά


Δέντρο της εύκρατου ζώνης, η ροδακινιά είναι είδος φυλλοβόλο, μέτριου μεγέθους με ύψος 4-5μ., ταχείας ανάπτυξης και βραχύβιο. Τα φύλλα είναι απλά, κατ΄εναλλαγή, επιμήκη, λογχοειδή, οδοντωτά και συνήθως αδενοφόρα. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους. Οι ανθοφόροι έχουν σχήμα κυλινδρικό και φέρουν χνούδι, ενώ οι ξυλοφόροι έχουν σχήμα οξύ-επίμηκες. Οι ανθοφόροι εκπτύσσονται νωρίτερα από τους ξυλοφόρους και ο καθένας περικλείει συνήθως ένα μόνο άνθος. Ο κεντρικός οφθαλμός πάντοτε είναι βλαστοφόρος (πλαγιοκαρπία). 

Τα άνθη είναι λευκά ή ρόδινα και παράγονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων από απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Ο καρπός είναι δρύπη, έχει σχήμα σφαιρικό ή πλακέ με χαρακτηριστική κοιλιακή ραφή, εκπύρηνος ή συμπύρηνος. Ο φλοιός είναι λεπτός, κίτρινος ή λευκός με χνούδι (ροδάκινο) ή χωρίς χνούδι (νεκταρίνι). Ο πυρήνας είναι μεγάλος με πολλές αυλακώσεις και το σπέρμα πικρό. Η ροδακινιά ζει από λίγα έως πολλά έτη ανάλογα με το έδαφος στο οποίο καλλιεργείται. Συνήθως οι εμπορικές φυτείες διατηρούνται 15-20 έτη, σε πλαγιές περισσότερο.


Είδη και Ποικιλίες


Η ταξινόμηση των ποικιλιών της ροδακινιάς γίνεται με κριτήριο την εποχή ωρίμανσης, καθώς και τα χαρακτηριστικά των καρπών τους. Οι πρώιμες ποικιλίες ωριμάζουν γύρω στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου, ενώ οι πιο όψιμες στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου. 

Με βάση τα χαρακτηριστικά των καρπών, η ταξινόμηση των ποικιλιών μπορεί να γίνει σε 4 ομάδες: ροδάκινα κιτρινόσαρκα, λευκόσαρκα, νεκταρίνια και συμπύρηνα. Τα κοινά κιτρινόσαρκα και λευκόσαρκα ροδάκινα, καθώς και τα συμπύρηνα, προέρχονται από το υποείδος Προύνος ή Προύμνη η περσική, η κοινή (Prunus persica, vulgaris). Τα νεκταρίνια προέρχονται από το υποείδος Προύνος ή Προύμνη η περσική ή λευκόκαρπος (Prunus persica, laevis).


Κιτρινόσαρκα ροδάκινα:
Οι κιτρινόσαρκες ποικιλίες είναι συνήθως περισσότερο παραγωγικές από τις λευκόσαρκες. Οι καρποί τους έχουν πιο συμπαγή σάρκα, που αποκολλάται ευκολότερα από τον πυρήνα και είναι περισσότερο ανθεκτικές στις μεταφορές. Γι' αυτούς τους λόγους η καλλιέργεια των κιτρινόσαρκων ποικιλιών είναι περισσότερο διαδεδομένη, με αποτέλεσμα να τείνει να αντικαταστήσει τις λευκόσαρκες. Από τις πολυάριθμες ποικιλίες αναφέρουμε τη «Redheaven», την «Amsden», την «Cardinal» (που προσβάλλεται από εξέλκωση των κλαδιών), την «Marigold», την «Coronet», την «J.H. Hale», την «Vesuvio» και την «Dixired».

Λευκόσαρκα ροδάκινα:
Τα λευκόσαρκα ροδάκινα έχουν πιο ωραία γεύση και καλύτερο άρωμα από τα κιτρινόσαρκα, αλλά και περισσότερο ευαίσθητα απ' αυτά. Από τις καλύτερες λευκόσαρκες ποικιλίες αναφέρουμε την «Springtime», πολύ πρώιμη, κατάλληλη για τις κεντρικές και νότιες περιοχές, την «Άνθους του Μαΐου» («Flor di Maggio»), την «Πρώιμη του Μορεττίνι» («Recoce Morettini») την «S. Anna Balduchi» και τέλος την «Pieri 81».

Νεκταρίνια:
Λέγονται και μηλοροδάκινα. Εισήχθησαν από τις Η.Π.Α. εδώ και 30 περίπου χρόνια και από τότε η καλλιέργειά τους επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι οι καρποί τους έχουν λεία φλούδα χωρίς χνούδι. Χρειάζονται υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες και σχετικά ψυχρούς χειμώνες, γι' αυτό και είναι κατάλληλα κυρίως για τις κεντρικές και νότιες περιοχές. Οι περισσότερες ποικιλίες είναι κιτρινόσαρκες. Αναφέρουμε την «Mary grand» και τη «Red June». Υπάρχουν όμως και ποικιλίες με λευκή σάρκα όπως η «Morton» και η «Silver Lode».

Συμπύρηνα ροδάκινα:
Στην ομάδα αυτή υπάρχουν ποικιλίες κατάλληλες για βιομηχανοποίηση και παραγωγή κονσερβών. Οι καρποί έχουν στερεή σάρκα με ζωηρό κίτρινο χρώμα και μικρό πυρήνα, που δεν αποκολλάται εύκολα. Γνωστές ποικιλίες: «Loadel» (κατάλληλη για τις βόρειες περιοχές) και η «Halford» (κατάλληλη για τις νότιες).

Οι περισσότερες ποικιλίες ροδακινιάς είναι αυτογόνιμες, εκτός από την «Hale» που είναι αυτόστειρη. Γι' αυτό, για να καλλιεργήθουν ροδακινιές αυτής της ποικιλίας, πρέπει να φυτευτούν και δέντρα μιας άλλης ποικιλίας, ικανής για επικονίαση. Καλή επικονιάστρια ποικιλία είναι η «S. Anna Balducci».

 


Πολλαπλασιασμός


Ο πολλαπλασιασμός της ροδακινιάς απαιτεί ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ή κλώνους ηλικίας 1-2 χρόνων. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει την άνοιξη, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεπτεμβρίου). Ο ενοφθαλμισμός την άνοιξη γίνεται μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκείμενου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 3-4oC. Σαν πιο κατάλληλη όμως εποχή θεωρείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι που εξασφαλίζουν και κατάλληλα εμβόλια. 

Το παραγόμενο δενδρύλλιο συνήθως διατίθεται ως μονοετές την επόμενη χρονιά, τέλη φθινοπώρου, ή ως διετές την μεθεπόμενη χρονιά κατά την ίδια περίοδο. Η διάρκεια ζωής της καλλιέργειας ροδακινιάς είναι 10-15 έτη. Έτσι οι κατάλληλες για καλλιέργεια ροδακινιάς εκτάσεις έχουν επαναφυτευθεί τουλάχιστον 2-3 φορές στην Ελλάδα. Για να αποφευχθεί το πρόβλημα της επαναφύτευσης, το μόνο υποκείμενο που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα είναι το GF 677. Το υποκείμενο αυτό πολλαπλασιάζεται εύκολα με φυλλοφόρα και χειμερινά μοσχεύματα, αλλά τα μεγάλα φυτώρια το πολλαπλασιάζουν αποκλειστικά με ιστοκαλλιέργεια.

Επάνω του εμβολιάζονται οι ποικιλίες τον Αύγουστο, όταν το υποκείμενο έχει αναπτυχθεί 5-6 μήνες στο φυτώριο. Ο οφθαλμός του εμβολίου θα εκπτυχθεί τον επόμενο Μάρτιο και το αναπτυγμένο φυτό θα πουληθεί τον επόμενο Οκτώβριο. Υπάρχει και μια πιο ταχεία μέθοδος, όπου τα υποκείμενα από ιστοκαλλιέργεια μετά την ελάχιστη ανάπτυξη τους στην τράπεζα υδρονέφωσης, εμβολιάζονται αργά το χειμώνα. Το εμβόλιο εκβλαστάνει αμέσως και έχει αναπτυχθεί έως 20cm έως τον Απρίλιο, όταν και μεταφυτεύεται στο φυτώριο να συνεχίσει την ανάπτυξη τους και να γίνει αναπτυγμένο (έως 2,5m ύψος) τον ίδιο Οκτώβριο (σε 1 χρόνο).

Το υποκείμενο παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση του δέντρου καθώς είναι υπεύθυνο για το ριζικό σύστημα και συνεπώς για την προσαρμοστικότητα του δέντρου στα διάφορα εδάφη και στο μικροκλίμα της κάθε περιοχής. Κυριότερα υποκείμενα της ροδακινιάς είναι τα σπορόφυτα, τα κλωνικά και τα Υβρίδια ροδακινιάς x αμυγδαλιάς.

 


Επικονίαση-Γονιμοποίηση


Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες της ροδακινιάς, με εξαίρεση ελάχιστες ποικιλίες, είναι αυτογόνιμες και γι’ αυτό δεν υπάρχει πρόβλημα επικονίασης στην καλλιέργεια του οπωροφόρου αυτού δέντρου. Μερικές ποικιλίες είναι αυτόστειρες, γιατί η γύρη τους στερείται ζωτικότητας και για να καρποφορήσουν πρέπει να συγκαλλιεργηθούν με κάποια άλλη ποικιλία συνανθούσα και με ζωτική γύρη. 

Τα άνθη είναι επιδεκτικά στην επικονίαση για 4-7 μέρες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, που θα επικρατήσουν την εποχή εκείνη. Οι περισσότερες ποικιλίες ροδακινιάς παράγουν γύρη τη χρονική εκείνη περίοδο, που το στίγμα είναι δεκτικό. Κανονικά, τα άνθη είναι κλειστά κατά τις 6 π.μ., αλλά τα πιο πολλά ανοίγουν κατά τις 10 π.μ. και είναι όλα ανοικτά κατά το μεσημέρι. Δεν κλείνουν το βράδυ, αλλά παραμένουν ανοικτά και το στίγμα είναι δεκτικό για 3 μέρες. Ικανοποιητική γονιμοποίηση ανθέων επιτυγχάνεται, όταν εξασφαλιστεί και ο παράγων μέλισσα. 

Μια ισχυρή μελισσοκυψέλη είναι επαρκής ανά 12-20 στρέμματα νεαρής φυτείας ροδακινιάς και ανά 4 στρέμματα ενήλικης φυτείας. Σε καλλιέργειες ροδακινιάς υπό κάλυψη (μέσα σε θερμοκήπια) ικανοποιητική γονιμοποίηση ανθέων επιτυγχάνεται μόνον αν εξασφαλιστεί ο παράγων μέλισσα, λόγω έλλειψης ρευμάτων αέρα, που κινούν τα άνθη και φέρουν τους ανθήρες των στημόνων σ' επαφή με το στίγμα. Η γύρη της ροδακινιάς συλλέγεται από άνθη, που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο διάνοιξης, αλλά ακόμα δεν είναι ανοικτά. Η αποκοπή των ανθήρων γίνεται με τρίψιμο των ανθέων σε ειδικό κόσκινο, που συγκρατεί τα πέταλα και τα λοιπά υπολείμματα των ανθέων.

Αν οι ανθήρες δεν αποχωριστούν απ' τα άνθη μέσα σε λίγες ώρες απ' τη συλλογή, τότε πρέπει να διατηρηθούν στο ψυγείο στους 2-4oC, μέσα σε ειδικές χάρτινες σακούλες, μέχρι του αποχωρισμού τους. Το κόσκινο, πριν από τη χρήση του, πρέπει να καθαρίζεται με αλκοόλη 70%. Μετά την αποκοπή οι ανθήρες τοποθετούνται σε γυαλιστερό χαρτί και διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματίου. Η διάνοιξη και αποξήρανση συμπληρώνεται συνήθως σε 12-24 ώρες. Η αποξήρανση μπορεί να βοηθηθεί με ελαφρά θέρμανση, αν είναι αναγκαίο. 

Μετά τη διάνοιξη των ανθήρων και την ξήρανση της γύρης, συλλέγεται και τοποθετείται σε γυάλινο βάζο ερμητικά κλειστό. Αν πρόκειται να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, το βάζο τοποθετείται σε καταψύκτη με θερμοκρασία -30oC. Στη θερμοκρασία αυτή διατηρεί τη ζωτικότητα της τουλάχιστο για 2 χρόνια. Αν δεν υπάρχει διαθέσιμος καταψύκτης, μπορεί να διατηρηθεί στους 0-2oC, με σχετική υγρασία 25%, για ένα έως 2 χρόνια. Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί γύρη, που διατηρήθηκε σε χαμηλή θερμοκρασία, καλό είναι να βγάζουμε τόση γύρη όση χρειαζόμαστε για τις ανάγκες της ίδιας μέρας. Η βλαστικότητα της γύρης πρέπει να ελέγχεται, όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί. 

Ως υπόστρωμα προβλάστησης, με τη μέθοδο της κρεμαστής σταγόνας, χρησιμοποιείται διάλυμα σακχαροζης 12-15%, ενώ με τη μέθοδο σε τριβλίο πετρί, χρησιμοποιείται διάλυμα σακχαροζης 12-15% και άγαρ 1-2%. Η προβλάστηση καλής γύρης αρχίζει πολύ γρήγορα σε θερμοκρασία δωματίου και ολοκληρώνεται μέσα σε 8-12 ώρες. Το ποσοστό βλαστικότητας καλής γύρης κυμαίνεται από 50-85%.


Τρόπος καρποφορίας


Η ροδακινιά σχηματίζει απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς, πλάγια σε λογχοειδή (μπουκέτα του Μαΐου), λεπτοκλάδια, βλαστούς και ταχυφυείς βλαστούς ή chiffones (βλαστοί μήκους 5-15cm με ξυλοφόρους οφθαλμούς επάκρια και στη βάση και με απλούς ανθοφόρους ενδιάμεσα, που εκπτύσσονται από ξυλοφόρους οφθαλμούς, κατά τον ίδιο χρόνο του σχηματισμού των σε ξύλο τρέχουσας εποχής), που συμπληρώνουν την ανάπτυξη τους κατά τη ληθαργική περίοδο, που ακολουθεί, και ανθίζουν την επόμενη άνοιξη μετά τη βερικοκιά, κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, νωρίς ή αργά, ανάλογα με την ποικιλία, αν ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους σε ψύχος. 

Η διαφοροποίηση των οφθαλμών της ροδακινιάς γίνεται το καλοκαίρι και οι πρώτες καταβολές ανθέων διαπιστώνονται κατά τα τέλη Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου. Η καρποφορία φέρεται κυρίως σε βλαστούς του προηγούμενου χρόνου, παρά στα λεπτοκλάδια, στους ταχυφυείς βλαστούς και στα λογχοειδή. Η ροδακινιά εισέρχεται σε αξιόλογη καρποφορία το 2o-4o χρόνου της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 15-20 χρόνια.


Ανάπτυξη καρπού


Η αύξηση του καρπού της ροδακινιάς γίνεται σε τρεις περιόδους. Κατά την πρώτη περίοδο, που χαρακτηρίζεται ως ταχεία, αναπτύσσεται σχεδόν πλήρως ο πυρήνας (ενδοκάρπιο). Κατά τη δεύτερη, που χαρακτηρίζεται ως βραδεία, σκληρένεται το ενδοκάρπιο και αυξάνει αργά το περικάρπιο (εξωκάρπιο και μεσοκάρπιο-φαγώσιμο τμήμα). Και κατά την τρίτη, που χαρακτηρίζεται ως ταχεία (διενεργείται η ταχύτερη και μεγαλύτερη σ' όγκο ή βάρος (66%) αύξηση της σάρκας), αυξάνει γρήγορα το περικάρπιο. Η ανάπτυξη του εμβρύου είναι γρήγορη κατά τη δεύτερη περίοδο αύξησης του καρπού. 

Στις πρώιμες όμως ποικιλίες, η τρίτη περίοδος αύξησης του καρπού συμπίπτει μερικώς με τη γρήγορη ανάπτυξη του εμβρύου. Γι’ αυτό και οι ποικιλίες αυτές έχουν εκφυλισμένα έμβρυα και οι πυρήνες τους είναι ακατάλληλοι για πολλαπλασιαστικό υλικό. Στις όψιμες όμως ποικιλίες η τρίτη περίοδος αρχίζει, όταν το έμβρυο μορφολογικά έχει συμπληρώσει το μέγιστο μέγεθος του και επομένως οι ποικιλίες αυτές έχουν ψηλό ποσοστό σπερμάτων με καλή βλαστική ικανότητα, κατάλληλο για πολλαπλασιαστικό υλικό. Η καταστροφή του εμβρύου νωρίς κατά τη δεύτερη περίοδο αύξησης του καρπού ή νωρίτερα, ελέγχει άμεσα την ανάπτυξη του καρπού και προκαλεί συρρίκνωση και πτώση. 

Αν όμως καταστραφεί αργότερα, μεταξύ της δεύτερης και τρίτης περιόδου, η αύξηση του καρπού συνεχίζεται με κανονικό ρυθμό, αλλά για μικρότερη χρονική περίοδο, με αποτέλεσμα ο καρπός να ωριμάσει νωρίτερα, χωρίς να αποκτήσει το κανονικό του μέγεθος.

Κατά την τρίτη περίοδο αύξησης του καρπού, ο εκφυλισμός του εμβρύου αυξάνει το ρυθμό αύξησης και πρωϊμίζει την ωρίμανση του, με αποτέλεσμα το τελικό μέγεθος να είναι μεγαλύτερο απ' εκείνο που θα επιτυγχανόταν κανονικά. Ο τραυματισμός της σάρκας και του ξυλοποιημένου ενδοκάρπιου χωρίς τραυματισμό του σπέρματος, δεν αλλάζει το ρυθμό αύξησης του καρπού. Όσο δε πλησιέστερα προς την κανονική ωρίμανση του καρπού το έμβρυο καταστρέφεται, τόσον πιο γρήγορος είναι ο ρυθμός αύξησης του περικάρπιου.

Επομένως η πρώιμη ωρίμανση μερικών ποικιλιών οφείλεται στον εκφυλισμό του εμβρύου. Το αραίωμα αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου είναι περισσότερο αποτελεσματικό. Το πρώιμο αραίωμα, κυρίως σε ποικιλίες με μεγάλους πυρήνες, εξοικονομεί υδατάνθρακες, που διαφορετικά θα καταναλίσκονταν για το ξυλοποιημένο ενδοκάρπιο και το σπέρμα.

 


Σχίσιμο πυρήνων


Το σχίσιμο του πυρήνα συνδέεται στενά με τις συνθήκες εκείνες που προκαλούν έναν αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης του καρπού. Ο αριθμός των καρπών της ποικιλίας Elberta, με σχισμένο πυρήνα, είναι μεγαλύτερος, όταν η βλάστηση είναι πλούσια σε υδατάνθρακες. Η κατά πλάτος διάμετρος του ώριμου καρπού είναι ελαφρά μεγαλύτερη σε σχέση με το μήκος απ' ότι κανονικά. Τα έμβρυα των καρπών με σχισμένο πυρήνα εκφυλίζονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό, ενώ η σάρκα αναπτύσσεται κανονικά μέχρι την ωρίμαση, όπως στους κανονικούς καρπούς.

 Το σπάσιμο του πυρήνα κυρίως γίνεται κατά μήκος της νωτιαίος και κοιλιακής ραφής, συνήθως καθ' όλο το μήκος της νωτιαίας ραφής και σε τμήμα της κοιλιακής προς τη βάση του πυρήνα. Χρονικά επισυμβαίνει κατά την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα και το ποσοστό είναι ψηλό σε συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη μεγάλων καρπών. 

Η έκκριση κόμμι επισυμβαίνει κατά τη σκλήρυνση του πυρήνα, είτε προς την νωτιαία πλευρά, απέναντι από την κοιλιακή ραφή και σε απόσταση ίση με το 1/3 του μήκους της από την κορυφή ή στην κορυφή. Ο εκφυλισμός των εμβρύων συνδέεται με την έκκριση κόμμι.


Εγκατάσταση ροδακεώνα


Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός ροδακινεώνα, οργώνεται πριν απ' τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν απ' το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δέντρων. 

Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόνων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δένδρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη. Πριν απ' τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο, και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων

Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να προξενηθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω απ' το δενδρύλλιο, που αποσκοπεί στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους, παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των δενδρυλλίων κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των. 

Η καλλιέργεια του εδάφους του ροδακινεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται σε ροδακινεώνα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: (α) προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) και (β) μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων). 

 


Συστήματα φύτευσης


Η ροδακινιά φυτεύεται κατά τετράγωνα και κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβριο, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, πριν εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Η καλλιεργητική τεχνική της νεκταρινιάς είναι η ίδια μ' αυτή της ροδακινιάς. Οι αποστάσεις φύτευσης εξαρτώνται από την ποικιλία και το εκάστοτε υποκείμενο που χρησιμοποιείται.


Προβλήματα επαναφύτευσης ροδακινεώνα


Η ροδακινιά αποτυγχάνει να αναπτυχθεί σε εδάφη όπου είχε καλλιεργηθεί πριν ροδακινιά. Μερικά νεαρά δενδρυλλια αποθνήσκουν από το πρώτο καλοκαίρι μετά τη φύτευση, μερικά επιβιώνουν τη πρώτη βλαστητική περίοδο, αλλά δίνουν αδύνατη βλάστηση και αποθνήσκουν το δεύτερο καλοκαίρι.

Η αποτυχία ανάπτυξης ίσως να οφείλεται σε νηματώδεις ή αφίδες ριζών ή μυκητολογικές παθήσεις ή κακή αποστράγγιση εδάφους, ή έλλειψη θρεπτικών στοιχείων ή στο χαμηλό pH εδάφους ή σε καχεξία του δενδρυλλίου κατά τη φύτευση. Αυτό ισχύει μόνο για τη ροδακινιά, αφού για παράδειγμα η δαμασκηνιά μπορεί να αναπτυχθεί κανονικά σε εδάφη που προϋπήρχε ροδακινιά, όπως και η ροδακινιά σε εδάφη που προϋπήρχε δαμασκηνιά.

Κάποια ιδιαίτερη φροντίδα των νεαρών δενδρυλλίων και η εφαρμογή λίπανσης, κυρίως αζώτου νωρίς το καλοκαίρι, ίσως δώσει κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το πρόβλημα επιπλέον μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά με τη χρήση των κατάλληλων υποκείμενων όπως το GF 677 και GF 1869, και με απολύμανση του εδάφους DD σε δόση 50-60Kg ανά στρέμμα (με θερμοκρασία εδάφους = 12-14oC, τουλάχιστον 2 μήνες πριν από τη φύτευση).

 


Κλάδεμα – Κλάδεμα καρποφορίας


Κατάλληλη εποχή για το κλάδεμα της ροδακινιάς είναι στα τέλη του χειμώνα αφού περάσουν οι παγωνιές του χειμώνα. Το κλάδεμα της ροδακινιάς διαχωρίζεται σε κλάδεμα διαμόρφωσης των νεαρών δενδρυλλιών και κλάδεμα καρποφορίας των μεγαλύτερων δένδρων. Στη καλλιέργεια της ροδακινιάς τα πιο επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης των δένδρων είναι το κυπελλοειδές, το καθυστερημένο κυπελλοειδές, η κανονική παλμέττα, η αμφίπλευρη παλμέττα, το ατρακτοειδές, το Ύψιλον (Υ) και ο οπωρώνας τύπου λιβάδι. Αμέσως μετά εφαρμόζεται κλάδεμα καρποφορίας.

Αφού εφαρμόσουμε ένα από τα παραπάνω συστήματα μόρφωσης, αμέσως μετά ακολουθεί το κλάδεμα καρποφορίας, όπου η ροδακινιά πρέπει να κλαδεύεται αυστηρότερα απ' τα άλλα οπωροφόρα δένδρα. Πιθανόν κανένα άλλο οπωροφόρο δέντρο δεν ανταποκρίνεται τόσο θετικά στο κατάλληλο κλάδεμα και δεν παρακμάζει όταν έχει παραμεληθεί τόσο γρήγορα, όσον η ροδακινιά. 

Το κλάδεμα καρποφορίας αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στη διατήρηση της καρποφόρας βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς υγείας και ζωηρότητας, στην έκθεση του εσωτερικού μέρους της κόμης σε άφθονο φως και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής και στη δημιουργία επαρκούς νέας καρποφόρας βλάστησης. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η βλάστηση, που εκπτύσσεται από οφθαλμούς που απαντούν σε ξύλο ενός χρόνου, είναι πιο καρποφόρα απ' εκείνη που εκπτύσσεται από οφθαλμούς της τρέχουσας βλάστησης. 

Παλιότερα εφαρμόζονταν δυο είδη κλαδέματος στη ροδακινιά, το βραχύ και το μακρό, αλλά σήμερα συνηθίζεται περισσότερο το μικτό κλάδεμα. Το βραχύ κλάδεμα συνίσταται σε σύντμηση των ξυλοφόρων κλάδων σε 2 οφθαλμούς και των καρποφόρων κλάδων σε 2-8 ανθοφόρους οφθαλμούς, ανάλογα με τη ζωηρότητα και την παραγωγή του δέντρου, ως και σε αφαίρεση πυκνών κλάδων. Το κλάδεμα αυτό όμως μειώνει κατά πολύ τον αριθμό των ανθοφόρων οφθαλμών και κατά συνέπεια την παραγωγή, με αποτέλεσμα τα δένδρα να χρειάζονται ελαφρό ή καθόλου αραίωμα καρπών. 

Ενδείκνυται για μεγαλόκαρπες ποικιλίες και για δένδρα με αδύνατη βλάστηση. Κατά το μακρό κλάδεμα οι ξυλοφόροι κλάδοι συντέμνονται σε 2 οφθαλμούς, οι καρποφόροι παραμένουν άθικτοι, αφαιρούνται οι πλάγιες αδύνατες βλαστήσεις και αραιώνονται οι ανεπιθύμητοι και σε πυκνή διάταξη κλάδοι. Ενδείκνυται για δένδρα νεαρής ηλικίας και για μικρόκαρπες ποικιλίες. Εφαρμόζεται στις υπερπρώϊμες και πρώϊμες ποικιλίες, που είναι συνήθως μικρόκαρπες, αλλά θα πρέπει να συνοδεύεται και απ' αυστηρό αραίωμα καρπών. Το μικτό κλάδεμα συνίσταται σ' αραίωμα των αδύνατων και πλεοναζόντων κλάδων και σε σύντμηση, σε διάφορο μήκος, των παραμενόντων κλάδων. 

Η σύντμηση των παραμενόντων ξυλοφόρων και καρποφόρων κλάδων, συμβάλλει στο αραίωμα των και ευνοεί την ανάπτυξη καρποφόρου ξύλου για τον επόμενο χρόνο. Θα πρέπει όμως να αποφεύγεται η σύντμηση κλάδων σε ποικιλίες, που καρποφορούν προς το επάκριο τμήμα του κλάδου. Οι κονσερβοποιήσιμες ποικιλίες ροδακινιάς και οι νεκταρινιές συγκριτικά με τις επιτραπέζιες ποικιλίες που καρποφορούν κυρίως σε μικτούς καρποφόρους κλάδους μήκους 40-60cm αξιόλογη καρποφορία φέρουν και σε καρποφόρα λογχοειδή, γι’ αυτό θα πρέπει να κλαδεύονται ολιγότερα αυστηρά. Το κλάδεμα θα πρέπει να διενεργείται κατά τα τέλη του χειμώνα με αρχές της άνοιξης μετά τη διέλευση των παγετών.


Κλίμα και έδαφος


Η ροδακινιά ευδοκιμεί σε περιοχές, όπου η θερμοκρασία δεν πέφτει συχνά κάτω από -15oC. Χρειάζεται όμως αρκετό χειμερινό ψύχος για τη διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της. Περιοχές με όψιμους ανοιξιάτικους παγετούς κατά την περίοδο της ανθήσεώς της είναι ακατάλληλες για την καλλιέργεια της ροδακινιάς, γιατί τα άνθη της ζημιώνονται εύκολα. Καλύτερη ποιότητα καρπών επιτυγχάνεται σε περιοχές με αρκετά ζεστό καλοκαίρι (μέχρι 35oC) και χαμηλή σχετική υγρασία. Όταν οι ανάγκες σε ψύχος μιας ποικιλίας ροδακινιάς δεν ικανοποιηθούν, τότε οι ανθοφόροι της οφθαλμοί πέφτουν, ή εκπτύσσονται ανώμαλα, με αποτέλεσμα την απώλεια ή μείωση της παραγωγής.

Γι’ αυτό συνιστάται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την επιλογή προς καλλιέργεια μιας ποικιλίας ροδακινιάς. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σ' αυτό απ' τους παραγωγούς, που καλλιεργούν τη ροδακινιά σε ζεστές περιοχές. Τεχνητά η διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της ροδακινιάς, μπορεί να γίνει με χημικά μέσα.Ο ψεκασμός συνιστάται να γίνεται 1 τουλάχιστο μήνα πριν από την έκπτυξη των οφθαλμών και με μικρότερη συγκέντρωση θειουρίας (1Kg κατά στρέμμα). Ακόμα θα πρέπει να τονιστεί ότι οι κονσερβοποιήσιμες ποικιλίες είναι πιο ευαίσθητες στον παγετό κατά την περίοδο της ανθοφορίας τους συγκριτικά με της επιτραπέζιες ποικιλίες.

Η ροδακινιά ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά και κατά προτίμηση αμμοπηλώδη, με καλή αποστράγγιση και πτωχά σ' ανθρακικό ασβέστιο. Τα βαριά εδάφη ή με κακή αποστράγγιση πρέπει να αποφεύγονται, γιατί επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη των δένδρων, την παραγωγή και την ποιότητα των καρπών. Σε τέτοια εδάφη, λόγω της υπερβολικής υγρασίας και του κακού αερισμού, παρατηρείται χλώρωση στα φύλλα του δέντρου, που διορθώνεται δύσκολα. Η άριστη περιοχή του pH για την καλύτερη ανάπτυξη είναι από 6-7,5.

 


Άρδευση και Λίπανση


Η ροδακινιά είναι δέντρο απαιτητικό σε νερό καθ' όλη τη βλαστική περίοδο, κυρίως όμως από την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα (ενδοκάρπιου) μέχρι της ωρίμανσης του καρπού. Η έλλειψη νερού κατά την περίοδο αυτή επηρεάζει αρνητικά το μέγεθος και την ποιότητα των ροδάκινων, ως και την παραγωγή, τόσον κατά την τρέχουσα περίοδο, όσον και για την επόμενη χρονιά, γιατί μειώνει το μήκος της βλάστησης και εξασθενεί το δέντρο. Συνήθως χρειάζεται, για να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της σε νερό, περίπου 300-350 m3 νερό ανά στρέμμα κάθε χρόνο. 

Το υπερβολικό πότισμα, κυρίως σε εδάφη, που δεν αποστραγγίζονται καλά, ενδέχεται να προκαλέσει ζημιά στο ριζικό σύστημα των δένδρων και για αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται. Επίσης προκαλεί χλώρωση στα φύλλα και φυλλόπτωση. Σχετικά με τη συχνότητα των ποτισμάτων θα πρέπει αυτά να γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε η υγρασία του εδάφους να διατηρείται κατά το δυνατό στο επίπεδο της υδατοϊκανότητάς του. Όσον αφορά τον τρόπο ποτίσματος, αυτό μπορεί να γίνει με κατάκλιση, αυλάκια, στάγδην και με μικρούς εκτοξευτήρες γύρω από τον κορμό των δένδρων (πότισμα σπρέϋ). Δε συνιστάται η τεχνική διαβροχής πάνω από τα δένδρα, γιατί ευνοεί τη σκωριόχρωση, το σχίσιμο του φλοιού των καρπών και τη μονίλια.

Η ροδακινιά είναι απαιτητική σε ανόργανα θρεπτικά στοιχεία και κυρίως σ' άζωτο και κάλι. Το είδος και η ποσότητα του λιπαντικού στοιχείου εξαρτάται απ' τον τύπο του εδάφους και τη γονιμότητα του, την κατασκευή και την περιεκτικότητα του σε χούμο, απ' τις κλιματικές συνθήκες κι άλλους παράγοντες. Συνήθως όμως λαμβάνεται υπόψη το μήκος της επάκριας βλάστησης του προηγούμενου χρόνου και η παραγωγή, προκειμένου να καθοριστεί η ποσότητα παροχής των λιπαντικών στοιχείων.

 Δένδρα με μεγάλη καρποφορία, ή δένδρα με αραιό, η ελαφρά χλωρωτικό φύλλωμα χρειάζονται αυξημένες ποσότητες λίπανσης. Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 15-20 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 75-100kg λιπάσματος), 5-6 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπερφωσφορικό 25-30kg λιπάσματος) και 15-20 μονάδες για το κάλι (σαν θειικό κάλι 30-40 kg λιπάσματος) και κάθε 2 χρόνια για το φώσφορο και κάλι, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνιστάται να γίνεται χρονικά, όπως στη βερικοκιά.

Οι ανάγκες της ροδακινιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιοριστούν επαρκώς μ' ανάλυση φύλλων, αν και διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την περιεκτικότητα του φύλλου σε κάποιο στοιχείο. Η σύσταση των φύλλων κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου ποικίλλει σημαντικά. Η πιο κατάλληλη περίοδος για την παραλαβή φύλλων, για ανάλυση, είναι ο μήνας Ιούλιος. 

Ως πιο κατάλληλα για δειγματοληψία φύλλα είναι τα φύλλα της βάσης μέχρι τα μέσα του βλαστού, που έχουν εκπτυχθεί πλήρως, γιατί δίνουν πιο σταθερές τιμές. Η ανάλυση εδάφους έχει πολύ μικρή σημασία στον προσδιορισμό των αναγκών της ροδακινιάς σε θρεπτικά στοιχεία. Όπως και στην δαμασκηνιά παρατηρούνται και στην ροδακινιά φαινόμενα τροφοπενιών, όπως έλλειψη σιδήρου.

 

 

Ωρίμανση


Η ωρίμανση είναι το τελευταίο στάδιο πριν τη συλλογή των ροδάκινων από το χωράφι για να φτάσει στους καταναλωτές ή τις βιομηχανίες μεταποίησης και επεξεργασίας αυτών. Τα κριτήρια ωρίμανσης που απαιτούνται για κάθε κατηγορία ποικιλιών της ροδακινιάς είναι:

Για να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός ωριμότητας των καρπών των επιτραπέζιων ποικιλιών κατά τη συγκομιδή, χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα κριτήρια: η αλλαγή του βασικού χρώματος του φλοιού από πράσινο σε λευκοκίτρινο, η συνεκτικότητα της σάρκας και ο αριθμός των μερών απ' την πλήρη άνθηση. 

Όπως όμως και στα υπόλοιπα οπωροφόρα δέντρα, έτσι και στην ροδακινιά, ο ζεστός καιρός, κατά την περίοδο μετά την πλήρη άνθηση, ελαχιστοποιεί τον αριθμό των μερών που χρειάζεται για την ωρίμανση των καρπών. Στον καθορισμό του κατάλληλου βαθμού ωριμότητας των ροδάκινων μπορεί να υπολογιστούν και άλλοι παράγοντες, όπως είναι η εύκολη εκπυρήνωση του καρπού, η γεύση, η σχέση σακχάρων προς οξέα και το μέγεθος του καρπού.

Για να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός ωριμότητας των καρπών της νεκταρινιάς για τη συγκομιδή, θα πρέπει να χρησιμοποιέιται ως κριτήριο ωριμότητας κυρίως το μέγεθος του καρπού, η συνεκτικότητα της σάρκας και ο αριθμός των μερών από την πλήρη άνθηση. Το χρώμα του καρπού δεν είναι επισφαλές κριτήριο, γιατί το επίχρωμα εμφανίζεται αρκετά νωρίς, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη συγκομιδή των καρπών, που έχει σαν συνέπεια τη μείωση του βάρους και την υποβάθμιση της ποιότητας τους.

Για να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός ωριμότητας των κονσερβοποιήσιμων ποικιλίων (συμπύρηνων) της ροδακινιάς κατά τη συγκομιδή, χρησιμοποιούνται ως κριτήρια το χρώμα του φλοιού και της σάρκας (χαρακτηριστικό για κάθε ποικιλία) και η συνεκτικότητα της σάρκας. Θα πρέπει ακόμα να λαμβάνεται υπόψη και ο τρόπος ωρίμανσης των καρπών. 

Η ωρίμανση των καρπών των πρώιμων ποικιλιών γίνεται απ' έξω προς τα μέσα και πρέπει να ελέγχονται έτσι, ώστε να μην υπάρχει κατά τη συγκομιδή τους πράσινος δακτύλιος γύρω από τον πυρήνα, ενώ των όψιμων ποικιλιών ωριμάζουν από μέσα προς τα έξω και συνήθως το χρώμα του φλοιού δεν είναι απόλυτο κριτήριο για να καθοριστεί ο βαθμός ωριμότητας των καρπών. Για να έχουν τα συμπύρηνα ροδάκινα ομοιόμορφο χρώμα και να είναι ομοιόμορφης ωρίμανσης, θα πρέπει η συγκομιδή τους να γίνεται σε όσο το δυνατό περισσότερα χέρια.

 


Συγκομιδή - Συντήρηση


Οι καρποί δεν αποκτούν τον επιθυμητό βαθμό ωριμότητας ταυτόχρονα, συνεπώς, δεν ενδείκνυται να μαζεύονται όλοι οι καρποί ενός δέντρου σε ένα χέρι. Συνήθως ωριμάζουν με την ίδια χρονική σειρά που εκπτύσσονται και τα άνθη. Επομένως, η συγκομιδή πρέπει να γίνεται σε 2-3 χέρια. Η συγκομιδή γίνεται με το χέρι και θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να αποφεύγονται χτυπήματα, μωλωπισμοί και κακοί χειρισμοί των καρπών, διότι είναι ευπαθείς και φθείρονται γρήγορα. Η μηχανική συγκομιδή εφαρμόζεται κυρίως μόνο στις κονσερβοποιήσιμες ποικιλίες.

Η συντήρηση των ροδάκινων μπορεί να πραγματοποιηθεί έως 3 εβδομάδες στους -0,5οC ή 0οC χωρίς δυσκολία. Ο καρπός παγώνει στους -2οC. Όταν οι καρποί συντηρηθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο ψυγείο, τότε μπορεί να εμφανίσουν μέσα σε μερικές ημέρες, μετά την απομάκρυνση τους από το ψυγείο, συμπτώματα breakdown (καφέτιασμα – κατάρρευση). Τα συμπτώματα ξεκινάνε γύρω από τον πυρήνα του καρπού και εάν η συντήρηση παραταθεί ακόμη περισσότερο τότε το καφέτιασμα προχωρά πιο βαθιά στη σάρκα και γίνεται αλευρώδης ή αφράτη, στεγνή και μυρίζει άσχημα. Εξωτερικά, ωστόσο, μπορεί να μη φαίνεται κανένα σύμπτωμα. 

Ακόμη, μία φυσιολογική ασθένεια των ροδακίνων και νεκταρινιών που εμφανίζεται είναι η μάλλινη υφή. Οι καρποί χάνουν το χυμό τους και η σάρκα αποκτά μάλλινη υφή. Παρατηρείται μετά από μακροχρόνια συντήρηση ή συντήρηση πέραν των ορίων αντοχής της ποικιλίας. 


Εχθροί και ασθένειες


Η ροδακινιά έχει αρκετούς εχθρούς και ασθένειες. Για την παραγωγή των ροδάκινων πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικό πρόγραμμα ψεκασμών.

Ασθένειες ριζών ξύλου:

Καρκίνος των ριζών, Ψευδομονάδα – Βακτηριακό σύνδρομο (Βακτηριακός καρκίνος της ροδακινιάς και των πυρηνόκαρπων, μερικά υποκείμενα και ποικιλίες ροδακινιάς πολύ ευαίσθητες), Φυτόφθορα – σήψη λαιμού (μερικά υποκείμενα πολύ ευαίσθητα), Καρκίνος ροδακινιάς (προσβάλλει συνήθως βλαστούς μετά από παγετό, χαλάζι ή κάποιο τραύμα, και όταν υπάρχει υπερβολική υγρασία στο περιβάλλον, σπάνια παρατηρείται σε ξηρές περιοχές)


Έντομα:

Καπνώδης ή πλατυκέφαλος σκώληκας

Ξυλοφάγα έντομα: Νάρκη (κεντρικό νεύρο φύλλων και τελικά προκαλεί φυλλόπτωση), Καρπόκαψα της ροδακινιάς (είναι πεταλούδα, που η προνύμφη της προκαλεί μεγάλες ζημιές στα ροδάκινα και στις κορυφές των ετησίων βλαστών), Ανάρσια της ροδακινιάς (πεταλούδα – προκαλεί ζημιές στον καρπό), Φυλλοδέτης, για την καταπολέμηση των παραπάνω εντόμων εφαρμόζεται παγίδευση με φερομονικές παγίδες ή ένας ψεκασμός με κατάλληλο εντομοκτόνο για την καταπολέμηση της 1ης γενιάς και στη συνέχεια εφαρμογή ορμονικών παρασκευασμάτων που προκαλούν σύγχυση στη σύζευξη των τέλειων μορφών των εντόμων.

Αφίδα της ροδακινιάς (Μυζητικό έντομο, προσβάλλει κυρίως τις κορυφές νεαρών βλαστών, φορέα ιώσεων) 

Θρίπες: Επικίνδυνοι για τα νεκταρίνια και πρέπει να καταπολεμώνται. Ο πρώτος ψεκασμός πρέπει να εφαρμόζεται στη ρόδινη κορυφή και κατόπιν άλλος ένας μετά από δέκα ημέρες περίπου.

Φυλλόβιος – Περίτελος (Κλεονός): Μικρά κολεόπτερα που προσβάλλουν τα άνθη και τους νεαρούς καρπούς της νεκταρινιάς. Να αποφεύγεται η καλλιέργεια και η καταστροφή των άγριων χόρτων του οπωρώνα (όπως και για το θρίπα παραπάνω) την περίοδο της άνθισης. 

Η άνοδος του «κλεονού» στα δένδρα αναμένεται μαζική αρχές Απρίλη (μετά την πτώση των πετάλων)., Μύγα της Μεσογείου: προσβάλλει κυρίως τα όψιμα ροδάκινα στις περιοχές Ημαθίας και Πέλλας.

Κοκκοειδή: Ψώρα του Σαν-Ζοζέ: προσβάλλει βλαστούς και καρπούς, ιδιαίτερα εμφανή τα συμπτώματα στα νεκταρίνια.

Βαμβακάδα: προσβάλλει βραχίονες σε σκιερά μέρη του δέντρου.

Ψευδοτετράνυχος: προσβάλλει τα φύλλα της ροδακινιάς.


Μυκητολογικές ασθένειες: 

Εξώασκος: Μύκητας ο οποίος δε λείπει σχεδόν ποτέ από τις ροδακινιές όσο καλά και αν ψεκαστούν και προκαλεί ζημιές στο φύλλωμα.

Κορύνεο: Προκαλεί ζημιές στο φύλλωμα (ανοίγει οπές) καθώς και έλκη στους βλαστούς.

Ωίδιο: Ο μύκητας αυτός προσβάλλει φύλλα και βλαστούς. Στα νεκταρίνια προσβάλλει και τους καρπούς, 

Μονίλια: Μύκητας που προσβάλλει όλα τα πυρηνόκαρπα. Προσβάλλει τα άνθη αλλά και τους καρπούς και τα βιομηχανικά ροδάκινα είναι περισσότερα ευαίσθητα.

Κλαδοσπόριο: Προσβάλλει τον καρπό, τους βλαστούς και τα φύλλα. Μοιάζει με την προσβολή από βακτήριο και παρατηρείται όταν η άνοιξη είναι πολύ υγρή. Τα συμπτώματα εκδηλώνονται όταν ο καρπός αποκτήσει μέγεθος καρυδιού και τον καθιστά ακατάλληλο για εμπορία.

Ιώσεις και φυτοπλάσματα:

Ίωση Σάρκαο: Ορισμένες ποικιλίες ροδακινιάς είναι αρκετά ευαίσθητες και έχουν εξαφανισθεί λόγω της ευαισθησίας των στην ίωση αυτή. Ο καρπός αποκτά ανώμαλη επιφάνεια με πράσινους και κίτρινους κύκλους. Πολλές ποικιλίες ροδακινιάς ανέχονται την ίωση αυτή χωρίς ευτυχώς να παρουσιάζουν συμπτώματα στους καρπούς των και χωρίς να μειώνεται η παραγωγή των.

 


Για την αντιμετώπιση όλων των εχθρών και ασθενειών της ροδακινιάς, είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται συστηματικά προγράμματα ψεκασμών και σύμφωνα με τις Γεωργικές Προειδοποιήσεις του ΥΠΑΑΤ.

 


Βιβλιογραφία: 
Βασιλακάκης, Μ., 2016. Γενική και Ειδική Δενδροκομία. Εκδόσεις Άγι – Σάββα Δ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, Έλλας. E.U.
Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
 

2024 Agroclica, All rights reserved